Η ποίηση, η φιλοσοφία, ίσως κι η μουσική
είναι μια αναρρίχηση του σώματος
βαθιά μέσα στο πνεύμα.

Οι σιωπές των κραυγαλέων, 2009.

*Τα γρανάζια της πόλης

Για δες απ’ το παράθυρό σου,

τα γρανάζια της πόλης και τα φώτα,

ρίξε μια ματιά στους περαστικούς.

Κι ύστερα βρες το παράπονό σου

μες τη σκόνη και των ιδρώτα,

μήπως και βρεις τους κυνικούς.

Μην τους ρωτάς διόλου για το σήμερα,

δεν τους απομένει τίποτα απ’ το χθες,

γιατί ειν’ οι εικόνες του απόμακρες,

γιατί ειν’ οι μνήμες τους θολές.

Κάτσε μπρος στο μικρό σου τζάκι

κι ας τη φωτιά του να σε καίει,

κάνε την πιο απίθανη ευχή.

Ριξ’ την μες τη φλόγα και τη στάχτη,

δες την που παύει ν’ αναπνέει

κι ας την στον αέρα να χαθεί.

Κάρβουνα έχουν γίνει όλες οι ευχές μας,

κάρβουνα οι μικρές κι μεγάλες μας στιγμές

Μα τις ζητάμε καμιά φορά να ζεσταθούμε

κι ας μας αφήνουνε σημάδια και πληγές.

Φωτογραφία: Χρ. Μαρκαντώνης

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Δεύτερη Ποιητική Τριλογία Σε Άσπρο Μαύρο Και Κόκκινο.


ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ που καυχιούνται πως ζούνε τη ζωή,
είναι μια φλούδα μανταρίνι, ένα σάπιο μήλο,
ένα τσόφλι από αυγό.
Πάνω σ' αυτά τα ξεσκισμένα κρεβάτια,
κάτω απ' αυτά τα άθλια φώτα,
μέσα σ' αυτούς τους γέρικους τοίχους
οι εραστές καυχιούνται πως ζούνε τη ζωή.
Μέσα σ' αυτό το όνειρο, μέσα σ' αυτό το ψέμα,
μέσα σ' αυτή τη νύχτα, λένε κι ύστερα ξεχνάνε
κι ύστερα λένε: Αγάπη. Έρωτας. Ζωή.
Μέσα σ' αυτό το όνειρο, μέσα σ' αυτό το ψέμα,
μπερδεύονται νύχτα και μέρα
αλήθεια και ψέμα, έρωτας και πόνος.
Οι εραστές που καυχιούνται πως ζούνε τη ζωή
κλαίνε κι ύστερα γελάνε όμορφοι κι ευτυχισμένοι
και μεγάλοι και εραστές.

Με σθένος πολύ γελάνε και ύστερα κλαίνε
άσχημοι και δυστυχείς και μικροί και πονεμένοι
και μόνοι και άθλια γελάνε και κλαίνε κρυφά
πίσω απ' αυτό το παραθύρι,
κάτω απ' τον τυφλωτικό ήλιο
ολότελα μέσα στο ψέμα της ζωής.
Οι εραστές που καυχιούνται πως ζούνε τη ζωή
ζήσαν μια για πάντα
και μαζί και μόνοι
και ζώντας και πεθαίνοντας
και τώρα και ποτέ.

Ζήτω τα πρόστυχα κρεβάτια!
ΖΗΤΩ Η ΖΩΗ!



ΑΛΛΑΞΑΝ οι καιροί. 
Κάποτε -και γυρνώ πίσω στο χρόνο- 
οι βυζαντινοί γράφαν δημοκρατία κι εννοούσαν οχλοκρατία.
Σήμερα λέμε οχλοκρατία κι εννοούμε δημοκρατία.
Είμαστε Όχλος. Αγέλη. Κοτέτσια.
Έχουμε τη μυρωδιά του στάβλου, τις συνήθειες του κορακιού.
Είμαστε ξέμπαρκα γελάδια
που άλλοτε τρέχουμε κι άλλοτε στέκουμε
να μας στραγγίξουν. 
Κι όλα για το τίμιο γάλα.
Μια στ' αριστερό βυζί και μια στο δεξί.
Όποιο βολέψει καλύτερα.
Για το τίμιο γάλα.
Πρέπει όμως να μεταμορφωθούμε σε ελέφαντες.
Στέρεψε από νόημα η ζωή μας. 
Η τέχνη κι πολιτική απλώς λέξεις κι αριθμοί. 
Η ίδια μας η ζωή ένα νταβατζιλίκι.
Πληρώνουμε νταβατζιλίκια στ' αυτονόητα,
νταβατζιλίκια στ' ανθρώπινα.
Η αγνότητά μας κατάντησε ένα νταβατζιλίκι.
Στέρεψε η ζωή μας από έμπνευση.
Γέμισε ο κόσμος γραφικούς:
φασίστες, σατανιστές, χαρτορίχτρες, γκουρού.
Όλα γίναν ένα.
Στέρεψε η ζωή μας από έρωτα.
Πρόστυχες σκηνές και πρόστυχες εικόνες.
Δεν έχουμε τίποτα να αγαπήσουμε.
Παντού η εξουσία.
Μας έκλεψε και την αγάπη.
Θα 'ρθει όμως η μέρα που ο άντρας θα πεθαίνει
γερμένος στο πλευρό της γυναίκας.
Κι εκείνη τα μάτια της θα κλείνει 
δίχως να περιμένει δικαίωση απ' τη μοίρα.
Πάνω στο πλευρό του άντρα.
Για τον άντρα που αγάπησε.
Η γυναίκα που αγαπήθηκε.
Κι αν προσεύχομαι,
σημαίνει σκέφτομαι το νόημα της ζωής,
ας έχει περισσέψει μέχρι τότε
στον πλανήτη Γη 
έστω κι ένα μικρό κλωνάρι.     



ΤΑ ΔΩΜΑΤΙΑ των ποιητών είναι πάντα θλιβερά.
Εκεί μέσα ανάβουν και σβήνουν οι ανάσες τόσων πόνων
τόσων πόθων και τόσων στεναγμών.
Κι είναι πάντα τα παράθυρα κατεβασμένα.
Τα δωμάτια των ποιητών είναι τόσο σκοτεινά.
Ένα φως πάντα αχνοφαίνεται στο βάθος,
τρεμάμενο, αναμμένο, σβηστό.
Τα όνειρα των ποιητών είναι τόσο λαθεμένα
που δε βρίσκουν ιστό στον ορίζοντα.
Κι όμως από κει πάνω κρέμονται οι ελπίδες των γενεών,
των γηρασμένων, των εφήβων.
Πάνω σ' αυτό το γραφείο, σ' αυτό το χαρτί,
σ' αυτόν τον τοίχο, σ' αυτό το παράθυρο,
τόση σκοτεινιά και τόσο φως έχουν έναν λόγο να υπάρχουν.
Γιατί οι καρδιές των ποιητών είναι τόσο σκοτεινές
και τα δωμάτια τους τόσο θλιβερά.



Αποσπάσματα από τις
Σιωπές των κραυγαλέων


Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Πρώτη Ποιητική Τριλογία Σε Άσπρο Μαύρο Και Κόκκινο.


ΟΤΑΝ ΑΚΡΟΒΑΤΩ πάνω σε μια σκέψη αίμα
νομίζω πως υπνοβατώ στην πιο στεγνή αλήθεια
κι όταν ταυτίζομαι μ' έναν φυλακισμένο φόβο
με περιτριγυρίζουν πόρνες οι ιδέες.


ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ καταγίνομαι με παράξενες δαιμόνιες ιδέες,
δε με γεμίζουν φόβο
αντικατοπτρίζομαι στη μέρα.
Ελπίζω, αν αποβληθώ απ' τον κόσμο κι απ' τη σκέψη,
θα βρω τον τρόπο να αποτοξινωθώ από την τρέλα.
Κι όλο συλλαμβάνω σχιζοφρενείς ιδέες,
μετά ζω
πεθαίνω
και ξαναζώ.
Ίσως κάτω απ' το σιγόβρασμα κάποιου ονείρου.


ΈΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ όλοι πλανόδιοι είμαστε
κι εγώ κι εσύ και τα δέντρα, τα πουλιά, το κύμα.
Έτσι κι αλλιώς έπρεπε να 'ρθούμε κι ήρθαμε
κι ύστερα οι εποχές, οι μήνες και τα χρόνια.
Όπως και να 'χει και αύριο εδώ θα είμαστε,
θα συζητάμε για τα αστέρια, τους πίνακες, τους κήπους.
Έτσι κι αλλιώς πάντα μόνοι ήμασταν
στις γειτονιές που παίζαμε με τη σιγαλιά και τη σιωπή μας.
Έτσι κι αλλιώς σαν πλανόδια σπουργίτια μεγαλώσαμε,
στις ερημιές
και στις πλανόδιες μνήμες της ζωής μας...


Αποσπάσματα από το Σιγόβρασμα Ονείρου