Η ποίηση, η φιλοσοφία, ίσως κι η μουσική
είναι μια αναρρίχηση του σώματος
βαθιά μέσα στο πνεύμα.

Οι σιωπές των κραυγαλέων, 2009.

*Τα γρανάζια της πόλης

Για δες απ’ το παράθυρό σου,

τα γρανάζια της πόλης και τα φώτα,

ρίξε μια ματιά στους περαστικούς.

Κι ύστερα βρες το παράπονό σου

μες τη σκόνη και των ιδρώτα,

μήπως και βρεις τους κυνικούς.

Μην τους ρωτάς διόλου για το σήμερα,

δεν τους απομένει τίποτα απ’ το χθες,

γιατί ειν’ οι εικόνες του απόμακρες,

γιατί ειν’ οι μνήμες τους θολές.

Κάτσε μπρος στο μικρό σου τζάκι

κι ας τη φωτιά του να σε καίει,

κάνε την πιο απίθανη ευχή.

Ριξ’ την μες τη φλόγα και τη στάχτη,

δες την που παύει ν’ αναπνέει

κι ας την στον αέρα να χαθεί.

Κάρβουνα έχουν γίνει όλες οι ευχές μας,

κάρβουνα οι μικρές κι μεγάλες μας στιγμές

Μα τις ζητάμε καμιά φορά να ζεσταθούμε

κι ας μας αφήνουνε σημάδια και πληγές.

Φωτογραφία: Χρ. Μαρκαντώνης

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

O "Σκαντζόχοιρος" και τα σταφύλια της οργής

Ο Σκαντζόχοιρος επιμένει ότι είμαστε στην αυγή μιας καινούργιας εποχής, αναστοχάζεται για να μπορέσει να συμμετάσχει ενεργά με την κριτική του στη διαμόρφωση της πραγματικότητας.

Σ’ αυτό το δεύτερο ταξίδι του, έξι μήνες από τότε που άρχισε να περπατάει στον κόσμο των τυπωμένων σελίδων, κρατάει σταθερούς προσανατολισμούς. Η θεματολογία, η γραφή και, φυσικά, η αισθητική του περιοδικού δε με απογοήτευσαν ούτε αυτή τη δεύτερη φορά. Σε σχήμα τσέπης, ώστε να συνδυάζεται η ανάγνωση των σύντομων σημειωμάτων με τη μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, μου αρκούν τρεις με τέσσερις στάσεις του μετρό, για να διαβάσω ένα από αυτά και να το έχω για τροφή για σκέψη στις πεζές μου διαδρομές σε μια πόλη, όπου οι άνθρωποι συνθηκολογούν με την αναλλοίωτη πραγματικότητα. Κίνω σιγά σιγά από τη σχέση της επιστήμης με την κριτική προς το φάντασμα του μεσαίωνα και την πάλη ανάμεσα στο φλόγιστρο και το ζυγό. Ενώ τίποτα δε με αφήνει να ξεχάσω το προμήνυμα κινδύνου του Βάλτερ Μπένγιαμιν, ειδικά όταν αυτό έρχεται να μπει στη μάχη με υπαρξιακούς όρους.
Ξανασκέφτομαι όλες τις ταινίες που έχω δει με τον Μουρίκη κάτω από το πρίσμα που σου προσφέρει η Ασπασία Λυκουργιώτη, για να διαφωνήσω μαζί της μόνο και μόνο γιατί εντάσσει σ’ αυτή την οπτική και το Ψυχή βαθιά του Παντελή Βούλγαρη.
Κατεβαίνω στην κόλαση, για να εκστασιαστώ με την καταχθόνια χαρακτική μέθοδο του William Blake και να επιβεβαιώσω για μια ακόμα φορά ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να συνεχίσει να είναι και τεχνίτης, για να μπορέσει να αναδείξει τη διαλεκτική σχέση ύλης και πνεύματος: «ο Παράδεισος λαχταρά να δει τον εαυτό του σε υλική μορφή, ενώ ο κόσμος φιλοδοξεί να επανενωθεί με την πνευματική του ουσία» και αναρωτιέμαι αν τη φράση «Ο άνθρωπος επιστρέφοντας στην ένθεη φύση του- την οποία δόξασε ο Προμηθέας- θα αποκτήσει τη δύναμη να αντισταθεί στην παντοδυναμία του εξουσιαστικού θεού» θα μπορούσε να την έχει πει ο Λαντάουερ ή ο Μαρξ;
Όσο για το κείμενο του Thomas Pynchon για τους Λουδίτες, τα παραγνωρισμένα ιστορικά στοιχεία γι’ αυτούς και τον υποτιμημένο ρόλο τους στον ταξικό ανταγωνισμό, με κάνει να σκέφτομαι δύο σπουδαίες γυναίκες. Από την μια την Μαίρη Σέλλεϊ που με το μυθιστόρημα της Φράνκενσταϊν προειδοποιούσε για το τι μπορεί να συμβεί, εάν η τεχνολογία κι εκείνοι που την εξασκούν χάσουν τον έλεγχο. Από την άλλη την Σύλβια Φεντερίτσι, ίσως γιατί στο βιβλίο της Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα, συναντά στις γυναίκες παρόμοιες πρακτικές αντίστασης ενάντια στην απόσπαση του ελέγχου και της γνώσης πάνω στην παραγωγική δραστηριότητα από τις μηχανές, που χρησιμοποίησαν και οι Λουδίτες. Πρακτικές που εγκολπώνουν τους μύθους, τη λαϊκή φαντασία και το υπερβατικό στοιχείο ως μέσα αντίστασης.
Η τέχνη και η σχέση της με τη χειραφετητική πολιτική διαπερνάει όλο το 2ο τεύχος του Σκαντζόχοιρου, μα εκεί που αποκτάει το πιο σταθερό της έδαφος είναι στο κείμενο του Νεδελκόπουλου που πραγματεύεται την αισθητική της μεγάλης άρνησης, δηλαδή τις μετατοπίσεις της καλλιτεχνικής ριζοσπαστικότητας, από τη φόρμα στην δομή, από τις καλλιτεχνικές επαναστάσεις στα επαναστατικά κινήματα της αντι-τέχνης, στη σύμφυση της ψυχολογίας και της κριτικής πολιτικής θεωρίας. Χωρίς να αποσιωπήσει όλες τις προβληματικές που αναπτύσσονται στους κύκλους των σουρεαλιστών γύρω από την σχέση τους με το πολιτικό.
Όσο για την Μαρία Γεωργίου συνεχίζει και σ’ αυτό το τεύχος την αιρετική και άκρως ενδιαφέρουσα θεώρηση πάνω στο μαρξικό έργο, πράγμα που μου την κάνει ιδιαίτερα συμπαθή, καθώς, από την πραγμάτευση της ζώσας ελευθερίας στον Μαρξ που επιχειρεί στο πρώτο τεύχος, σ’ αυτό θέτει το ζήτημα του πράττειν, το οποίο είναι ακριβώς ο παράγοντας που αναιρεί την κριτική που γίνεται στον Μαρξ για ντετερμινισμό:
«Ο Μαρξ θεωρεί πως δεν υπάρχουν νόμοι για τα κοινωνικά φαινόμενα, επειδή αυτά εμπεριέχουν την πράξη. Το τι πράττουμε είναι αποτέλεσμα των συνθηκών αλλά και τις κριτικής τους».
«Κατά τον Μαρξ, η ελευθερία είναι μια δραστηριότητα, στην οποία ο άνθρωπος δημιουργεί τη φύση του».
Αν και η επιχειρηματολογία του Δερμεμέζη για το ρόλο του λόγου στη διαδικασία της καθυπόταξης του γυναικείου φύλου είναι στιβαρά τεκμηριωμένη, τίθεται από πλευράς μου ένα ερώτημα για το πόσο ο λόγος μπορεί να γίνει (ή έχει ήδη γίνει από τα κινήματα) εργαλείο για τη χειραφετητική διαδικασία τόσο των γυναικών, όσο και συνολικά αυτού που ο Μαρξ στο Εβραϊκό ζήτημα ονομάζει «ανθρώπινη χειραφέτηση».
Για τις αριστερές πλατωνικές παρανοήσεις, αυτές δεν πρέπει να μου προκαλούν και μεγάλη έκπληξη, αφού στην ελιτίστικη ολιγαρχία του Πλάτωνα η κρατικίστικη αριστερά μπορεί να ανακαλύψει δυο από τα συντακτικά της στοιχεία, αυτό του κράτους και αυτό της πεφωτισμένης πρωτοπορίας. Εκείνα, δηλαδή, που της επέτρεψαν να εκπέσει σε καθεστώτα ολοκληρωτισμού.
Επιστρέφοντας πάλι στο τέλος του τεύχους, πέρα από το βαθμό συμφωνίας ή διαφωνίας που μπορεί να έχω με τον Φώτη Τερζάκη πάνω στο θέμα του κράτους και κυρίως τη στάση του αντικαπιταλιστικού ελευθεριακού ρεύματος απέναντι σ’ αυτό, θα πρέπει να παραδεχτούμε την αναγκαιότητα μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής κριτικής θεωρίας για το κράτος, γιατί το να κάνουμε απλά ότι δεν υπάρχει δεν απαντάει σε κανένα από τα μεγάλα ζητήματα που γεννάει η εποχή μας. Θα τολμήσω, όμως, να τελειώσω αυτή την παρουσίαση με ένα απόσπασμα από την κριτική του Τερζάκη του χώρου που με πονάει, γιατί είναι βιωματικά επιβεβαιωμένη σε μεγάλο βαθμό:
«Δεν είναι μόνο η επιπολαιότητα, ο στείρος αντιθεωρητισμός του, αλλά και η έλλειψη στρατηγικής φαντασίας και αυτοματισμού… είναι ο αθεράπευτος ναρκισσισμός του: το ότι σε μια τόσο αβυσσαλέα ιστορική στιγμή που ζούμε κύριο μέλημα του δεν είναι το πώς θα περισωθεί η κοινωνία και πώς ο ίδιος θα ανταποκριθεί στις ανάγκες των ανθρώπων που συντρίβονται μαζικά γύρω μας, αλλά πώς θα περιφρουρήσει αυτάρεσκα την υποτιθέμενη ταυτότητά του».

Του Κ. Σβόλη
«Hit and Run»

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Σκαντζόχοιρος "Σημειώματα Κριτικής", τεύχος 2

Κυκλοφόρησε το δεύτερο τεύχος του περιοδικού "Σκαντζόχοιρος". Η συμμετοχή μου αφορά σε μια ανάλυση για τη σχέση της αισθητικής και της κοινωνικής θεωρίας στο έργο του Marcuse και θα ολοκληρωθεί με έναν κύκλο τριών κειμένων υπό τον τίτλο Herbert Marcuse: Προς την αισθητική της μεγάλης άρνησης. Στο τεύχος αυτό δημοσιεύεται το πρώτο μέρος της ανάλυσης που δίνει έμφαση στην πρόσληψη των "αρνητικών πηγών" κατά την πρώιμη εργογραφία του Marcuse και τη συνάντησή του με τον Marx, τον Freud και τους Υπερρεαλιστές στην περίοδο των μεσοπολεμικών χρόνων.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Παρουσίαση του περιοδικού "Σκαντζόχοιρος - Σημειώματα Κριτικής"

 

 Αν ο «Σκαντζόχοιρος» έχει ένα μότο, όπως διαφαίνεται στο παρθενικό του τεύχος, αυτό μπορεί να συμπτυχθεί σε δύο μόνο λέξεις: Άρνηση και Κριτική. Κι ίσως σωστά έχει γραφτεί έτσι και όχι αντίστροφα. Σίγουρα χρειάζονται διαλεύκανση αυτές οι δύο έννοιες αλλά ο εμβληματικός σκαντζόχοιρος του εξωφύλλου είναι περισσότερο παραστατικός και μας βγάζει ως έναν βαθμό από την θεωρητικολογία.
Γράφει συγκεκριμένα η Σ. Ο. για το έργο του street artist του Παρισιού από όπου είναι άλλωστε επηρεασμένη η ιδέα του «Σκαντζόχοιρου» (σελ. 4): «Στα πόδια του τεχνητού ζώου έχει φυτρώσει ένα ζωντανό κομμάτι χορταριού ή μπορεί να συμβαίνει και το αντίστροφο». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο επιβεβαιώνω τον αρχικό μου ισχυρισμό: σωστά, λοιπόν, έχει τεθεί η αλληλουχία «άρνηση και κριτική» και όχι το αντίστροφο.
Ίσως εδώ είναι πιο κατατοπιστική μια αναλογία. Θα ήταν πράγματι εξόχως επικίνδυνο να συμβαίνει το αντίστροφο, δηλαδή σε ένα απολιθωμένο κομμάτι χορταριού να ξεφυτρώσει ένα πραγματικό ζώο. Αυτό όμως δεν είναι που συμβαίνει στον δικό μας πολιτισμό; Και με τον πλέον φυσικό τρόπο αναδύεται το ερώτημα: Σε ποιον να ασκήσουμε κριτική, στο ψεύτικο χορτάρι ή στο πραγματικό ζώο; Ακριβώς αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η αληθινή ουσία της Άρνησης.
Πρέπει κατ’ επέκταση να αρνηθούμε το χορτάρι ως αυτό που είναι, δηλαδή το απολιθωμένο χορτάρι, για να έρθει το έργο της Κριτικής, δηλαδή του αναστοχασμού από και για το πραγματικό ζώο. Από αυτήν τη στιγμή οι δύο διαστάσεις είναι ένα και το αυτό, ο κόσμος που μας περιβάλλει (η αντικειμενικότητα) είναι ένα με αυτό που είμαστε (με την υποκειμενική μας φύση). Αυτό ακριβώς είναι που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα γιατί το υποκείμενο παίρνει χαρακτηριστικά αντικειμένου, δηλαδή το πραγματικό ζώο αντί να δώσει τη ζωντάνια του στον κόσμο που τον περιβάλλει, καταλήγει να παίρνει τα χαρακτηριστικά του και να ζει απολιθωμένο μέσα σε αυτόν. Η Άρνηση λοιπόν που επιβάλλεται στις μέρες μας, σύμφωνα με την αναλογία που αποπειρώμαι να αναπτύξω, ενέχει διαστάσεις επί διαστάσεων: για να αλλάξουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει οφείλουμε να αρνηθούμε ένα σύνολο εννοιών και ως εκ τούτου να αρνηθούμε και το "είναι" μας που βρίσκεται στον εσωτερικό αυτού του πυρήνα: ενδεικτικά αναφέρομαι στην άρνηση των διαβρωμένων διαπροσωπικών σχέσεων, του σεξισμού, του ρατσισμού, του ολοκληρωτισμού και των πολέμων, της ηγεμονίας και φυσικά όλων αυτών ως αυτών που πραγματικά είναι, δηλαδή ως θεσμικών παγιώσεων της ιστορίας του κοινωνικού υποκειμένου, της σύγχρονης επιστήμης και της τέχνης που συμβολίζουν τον απολιθωμένο Λόγο αλλά και τον απολιθωμένο Έρωτα, οι οποίοι παλεύουν αιώνες τώρα στον άνισο αυτόν αγώνα για τη ριζική τους επανασυμφιλίωση.          
Αυτή λοιπόν η στιγμή της διαύγασης είναι δουλειά της τέχνης αλλά και του θεωρητικού λόγου. Ποτέ το νεκρό χορτάρι δεν θα από-απολιθωθεί όσο το βλέπουμε υπό το πρίσμα της καταπατημένης αισθητικής μας διάστασης. Αλλά επιπλέον και ποτέ δεν θα μετουσιωθεί σε αυτό που επιθυμούμε να μας περιβάλλει εάν η αισθητική μας ιδιοσυγκρασία δεν επιλέξει τον δρόμο της διάνοιας που σημαίνει να πάρουν οι επιθυμίες μας μορφή, να ζήσουμε δηλαδή ως Υποκείμενα της Ιστορίας.

Εδώ υπεισέρχομαι σε τρεις σημαντικές αναφορές της Συντακτικής Ομάδας:
1.       [Ο Σκαντζόχοιρος] είναι η επείγουσα ανάγκη μας να ψηλαφίσουμε κατανοήσεις εκτός και ενάντια της κυρίαρχης ιδεολογίας, να δημιουργήσουμε ένα βήμα ελεύθερου στοχασμού και διανοητικής ανταλλαγής, να κάνουμε κριτική στη σύγχρονη επιστήμη και στους μηχανισμούς της.
2.       Αν σήμερα λοιπόν επιδιώκουμε να ανοίξουμε πανιά με πλοηγό αυτούς τους δύο αστερισμούς (δηλαδή την άρνηση και την κριτική) ξέρουμε πως πρέπει να τους αναζητήσουμε ξανά χωρίς βέβαιο χάρτη και
3.       Τι κάνουμε λοιπόν; Πρώτη προϋπόθεση είναι η άρση του διλήμματος, το ξήλωμα της αυθεντίας του νόμου, το ξεγύμνωμα του βασιλιά. Για εμάς από αυτές τις σελίδες, προϋπόθεση είναι η κριτική, ως πρώτη πράξη της Μεγάλης Άρνησης.

Κλείνω με τρεις παρατηρήσεις:
1.       Ο «Σκαντζόχοιρος» εισάγει πρώτα απ' όλα την street art στις σελίδες του. Πράγματι αυτή η τέχνη είναι αντι-εμπορευματική, εκκινεί τη φαντασία χωρίς προσχεδιασμό αλλά και χωρίς εισιτήριο, την βρίσκεις μπροστά σου εκεί που δεν την περιμένεις. Σου θυμίζει ότι η ιστορία είναι το απρόοπτο, αυτό που επί της ουσίας δεν γνωρίζω και δεν έχω καν σαφή εικόνα επ’ αυτού. Η street art είναι ο ανώνυμος καλλιτέχνης με όπλο την άρνηση μιας κατεστημένης αισθαντικότητας που σημαίνει το σπάσιμο του καθρέφτη, την άρνηση του εαυτού μας. Το ξήλωμα της αυθεντίας του νόμου για την street art είναι -σε τελική ανάλυση- και θέμα αισθητικής.
2.       Στις σελίδες του «Σκαντζόχοιρου» βέβαια κυριαρχεί η φιλοσοφική προσέγγιση χωρίς καθόλου περιθώρια νεοδογματισμού. Χωρίς σημαίες. Ο Kant, ο Hobbes, ο Marx, ο Schelling, αποτελούν μερικά από τα πρώτα του θέματα. Όλοι διαφορετικοί, όλοι ταυτόχρονα βουτηγμένοι (και χωρίς εισαγωγικά) στη ρίζα της αισθητικής και της πολιτικής φιλοσοφίας.
3.       Είναι τέλος και ζήτημα επιστημολογίας. Αυτοί που υπονόμευσαν την Κριτική σε «εργαλείο» θεωρούν θεωρία και πράξη διακριτές έννοιες, διακηρύσσουν την ουδετερότητα της επιστήμης και γι’ αυτό δεν αρνούνται ποτέ και τίποτα. Τα μέσα επομένως που λείπουν από τον στοχασμό μας είναι αυτά μιας κριτικής επιστημολογίας: Θεωρία και πράξη ως ένα και το αυτό. Έτσι ώστε η τέχνη να ξαναγίνει αισθητικότητα, η θεωρία να γίνει πράξις. Κι εδώ πράγματι μπορούμε να υποστηρίξουμε και το αντίστροφο. Να πάψει δηλαδή ο σκαντζόχοιρος να πατά και να ζει σε ένα απολιθωμένο χορτάρι. Αυτό είναι το νέο διακύβευμα. Κι αυτό ακριβώς παρατηρώ ότι γόνιμα αποπειρώνται να το πετύχουν τα Σημειώματα Κριτικής του "Σκαντζόχοιρου": να ξαναφέρουν δηλαδή στην επιφάνεια το αρνητικό υποκείμενο.

Κατά Adorno η ουσία της Διαλεκτικής δεν είναι η σύνθεση αλλά αυτή η ίδια η άρνηση. Μόνο το αρνητικό υποκείμενο μπορεί να πράξει εντός, ενάντια και πέραν του εαυτού του γιατί ακριβώς πρόκειται για ένα μη ταυτοτικό υποκείμενο (βλ. J. Holloway, Γιατί ο Adorno;, μετάφραση Γ. Περτσάς, εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, 2014). Αυτό το «εντός», το «ενάντια» και το «πέραν» είναι που δηλώνει ο «Σκαντζόχοιρος» όταν στοχεύει να ανοίξει πανιά με τους αστερισμούς της άρνησης και της κριτικής και μάλιστα χωρίς βέβαιο χάρτη. Γιατί εν κατακλείδι η ιστορία του ανθρώπου είναι ένα δημιουργικό πράττειν που ακόμα και μέσα από τις επαναλήψεις, τελικά ποτέ δεν επαναλαμβάνεται.