Αν ο «Σκαντζόχοιρος» έχει ένα μότο, όπως
διαφαίνεται στο παρθενικό του τεύχος, αυτό μπορεί να συμπτυχθεί σε δύο μόνο
λέξεις: Άρνηση και Κριτική. Κι ίσως σωστά έχει γραφτεί έτσι και όχι αντίστροφα.
Σίγουρα χρειάζονται διαλεύκανση αυτές οι δύο έννοιες αλλά ο εμβληματικός
σκαντζόχοιρος του εξωφύλλου είναι περισσότερο παραστατικός και μας βγάζει ως
έναν βαθμό από την θεωρητικολογία.
Γράφει συγκεκριμένα η Σ. Ο. για το έργο του street artist του Παρισιού
από όπου είναι άλλωστε επηρεασμένη η ιδέα του «Σκαντζόχοιρου» (σελ. 4): «Στα
πόδια του τεχνητού ζώου έχει φυτρώσει ένα ζωντανό κομμάτι χορταριού ή μπορεί να
συμβαίνει και το αντίστροφο». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο επιβεβαιώνω τον αρχικό
μου ισχυρισμό: σωστά, λοιπόν, έχει τεθεί η αλληλουχία «άρνηση και κριτική» και
όχι το αντίστροφο.
Ίσως εδώ είναι πιο κατατοπιστική μια αναλογία. Θα ήταν
πράγματι εξόχως επικίνδυνο να συμβαίνει το αντίστροφο, δηλαδή σε ένα
απολιθωμένο κομμάτι χορταριού να ξεφυτρώσει ένα πραγματικό ζώο. Αυτό όμως δεν
είναι που συμβαίνει στον δικό μας πολιτισμό; Και με τον πλέον φυσικό τρόπο
αναδύεται το ερώτημα: Σε ποιον να ασκήσουμε κριτική, στο ψεύτικο χορτάρι ή στο
πραγματικό ζώο; Ακριβώς αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η αληθινή ουσία της
Άρνησης.
Πρέπει κατ’ επέκταση να αρνηθούμε το χορτάρι ως
αυτό που είναι, δηλαδή το απολιθωμένο χορτάρι, για να έρθει το έργο της Κριτικής, δηλαδή του αναστοχασμού από και για το πραγματικό ζώο. Από αυτήν τη
στιγμή οι δύο διαστάσεις είναι ένα και το αυτό, ο κόσμος που μας περιβάλλει (η
αντικειμενικότητα) είναι ένα με αυτό που είμαστε (με την υποκειμενική μας
φύση). Αυτό ακριβώς είναι που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στη σύγχρονη κοινωνική
πραγματικότητα γιατί το υποκείμενο παίρνει χαρακτηριστικά αντικειμένου, δηλαδή
το πραγματικό ζώο αντί να δώσει τη ζωντάνια του στον κόσμο που τον περιβάλλει,
καταλήγει να παίρνει τα χαρακτηριστικά του και να ζει απολιθωμένο μέσα σε
αυτόν. Η Άρνηση λοιπόν που επιβάλλεται στις μέρες μας, σύμφωνα με την αναλογία
που αποπειρώμαι να αναπτύξω, ενέχει διαστάσεις επί διαστάσεων: για να αλλάξουμε
τον κόσμο που μας περιβάλλει οφείλουμε να αρνηθούμε ένα σύνολο εννοιών και ως
εκ τούτου να αρνηθούμε και το "είναι" μας που βρίσκεται στον εσωτερικό αυτού του πυρήνα:
ενδεικτικά αναφέρομαι στην άρνηση των διαβρωμένων διαπροσωπικών σχέσεων, του
σεξισμού, του ρατσισμού, του ολοκληρωτισμού και των πολέμων, της ηγεμονίας και
φυσικά όλων αυτών ως αυτών που πραγματικά είναι, δηλαδή ως θεσμικών παγιώσεων
της ιστορίας του κοινωνικού υποκειμένου, της σύγχρονης επιστήμης και της τέχνης που
συμβολίζουν τον απολιθωμένο Λόγο αλλά και τον απολιθωμένο Έρωτα, οι οποίοι παλεύουν
αιώνες τώρα στον άνισο αυτόν αγώνα για τη ριζική τους επανασυμφιλίωση.
Αυτή λοιπόν η στιγμή της διαύγασης είναι δουλειά
της τέχνης αλλά και του θεωρητικού λόγου. Ποτέ το νεκρό χορτάρι δεν θα
από-απολιθωθεί όσο το βλέπουμε υπό το πρίσμα της καταπατημένης αισθητικής μας
διάστασης. Αλλά επιπλέον και ποτέ δεν θα μετουσιωθεί σε αυτό που επιθυμούμε να
μας περιβάλλει εάν η αισθητική μας ιδιοσυγκρασία δεν επιλέξει τον δρόμο της
διάνοιας που σημαίνει να πάρουν οι επιθυμίες μας μορφή, να ζήσουμε δηλαδή ως
Υποκείμενα της Ιστορίας.
Εδώ υπεισέρχομαι σε τρεις σημαντικές αναφορές της
Συντακτικής Ομάδας:
1.
[Ο
Σκαντζόχοιρος] είναι η επείγουσα ανάγκη μας να ψηλαφίσουμε κατανοήσεις εκτός
και ενάντια της κυρίαρχης ιδεολογίας, να δημιουργήσουμε ένα βήμα ελεύθερου
στοχασμού και διανοητικής ανταλλαγής, να κάνουμε κριτική στη σύγχρονη επιστήμη
και στους μηχανισμούς της.
2.
Αν σήμερα
λοιπόν επιδιώκουμε να ανοίξουμε πανιά με πλοηγό αυτούς τους δύο αστερισμούς
(δηλαδή την άρνηση και την κριτική) ξέρουμε πως πρέπει να τους αναζητήσουμε
ξανά χωρίς βέβαιο χάρτη και
3.
Τι κάνουμε
λοιπόν; Πρώτη προϋπόθεση είναι η άρση του διλήμματος, το ξήλωμα της αυθεντίας
του νόμου, το ξεγύμνωμα του βασιλιά. Για εμάς από αυτές τις σελίδες, προϋπόθεση
είναι η κριτική, ως πρώτη πράξη της Μεγάλης Άρνησης.
Κλείνω με τρεις παρατηρήσεις:
1.
Ο
«Σκαντζόχοιρος» εισάγει πρώτα απ' όλα την street art στις σελίδες του. Πράγματι αυτή η τέχνη είναι αντι-εμπορευματική,
εκκινεί τη φαντασία χωρίς προσχεδιασμό αλλά και χωρίς εισιτήριο, την βρίσκεις
μπροστά σου εκεί που δεν την περιμένεις. Σου θυμίζει ότι η ιστορία είναι το
απρόοπτο, αυτό που επί της ουσίας δεν γνωρίζω και δεν έχω καν σαφή εικόνα επ’ αυτού. Η street art είναι ο
ανώνυμος καλλιτέχνης με όπλο την άρνηση μιας κατεστημένης αισθαντικότητας που
σημαίνει το σπάσιμο του καθρέφτη, την άρνηση του εαυτού μας. Το ξήλωμα της
αυθεντίας του νόμου για την street art είναι -σε τελική ανάλυση- και θέμα αισθητικής.
2.
Στις σελίδες
του «Σκαντζόχοιρου» βέβαια κυριαρχεί η φιλοσοφική προσέγγιση χωρίς καθόλου
περιθώρια νεοδογματισμού. Χωρίς σημαίες. Ο Kant, ο Hobbes, ο Marx, ο Schelling, αποτελούν μερικά από τα πρώτα του θέματα. Όλοι
διαφορετικοί, όλοι ταυτόχρονα βουτηγμένοι (και χωρίς εισαγωγικά) στη ρίζα της αισθητικής και της
πολιτικής φιλοσοφίας.
3.
Είναι τέλος
και ζήτημα επιστημολογίας. Αυτοί που υπονόμευσαν την Κριτική σε «εργαλείο»
θεωρούν θεωρία και πράξη διακριτές έννοιες, διακηρύσσουν την ουδετερότητα της
επιστήμης και γι’ αυτό δεν αρνούνται ποτέ και τίποτα. Τα μέσα επομένως που
λείπουν από τον στοχασμό μας είναι αυτά μιας κριτικής επιστημολογίας: Θεωρία και
πράξη ως ένα και το αυτό. Έτσι ώστε η τέχνη να ξαναγίνει αισθητικότητα, η
θεωρία να γίνει πράξις. Κι εδώ πράγματι μπορούμε να υποστηρίξουμε και το
αντίστροφο. Να πάψει δηλαδή ο σκαντζόχοιρος να πατά και να ζει σε ένα
απολιθωμένο χορτάρι. Αυτό είναι το νέο διακύβευμα. Κι αυτό ακριβώς παρατηρώ ότι
γόνιμα αποπειρώνται να το πετύχουν τα Σημειώματα Κριτικής του "Σκαντζόχοιρου": να
ξαναφέρουν δηλαδή στην επιφάνεια το αρνητικό υποκείμενο.
Κατά Adorno η ουσία της Διαλεκτικής δεν είναι η σύνθεση αλλά
αυτή η ίδια η άρνηση. Μόνο το αρνητικό υποκείμενο μπορεί να πράξει εντός,
ενάντια και πέραν του εαυτού του γιατί ακριβώς πρόκειται για ένα μη ταυτοτικό
υποκείμενο (βλ. J. Holloway, Γιατί ο Adorno;, μετάφραση Γ. Περτσάς, εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, 2014). Αυτό το «εντός», το «ενάντια» και το «πέραν» είναι που δηλώνει ο
«Σκαντζόχοιρος» όταν στοχεύει να ανοίξει πανιά με τους αστερισμούς της άρνησης
και της κριτικής και μάλιστα χωρίς βέβαιο χάρτη. Γιατί εν κατακλείδι η ιστορία
του ανθρώπου είναι ένα δημιουργικό πράττειν που ακόμα και μέσα από τις
επαναλήψεις, τελικά ποτέ δεν επαναλαμβάνεται.