Η ποίηση, η φιλοσοφία, ίσως κι η μουσική
είναι μια αναρρίχηση του σώματος
βαθιά μέσα στο πνεύμα.

Οι σιωπές των κραυγαλέων, 2009

forthcoming... by Logos, Berlin 2025

forthcoming... by Logos, Berlin 2025
On the Τransformation of the Form

Follow me at/ Folgt mir auf:


facebook

academia
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θεωρητικά κείμενα τέχνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θεωρητικά κείμενα τέχνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Φετιχισμός, το παράδειγμα του καρυωτακικού συμβολισμού (Σκαντζόχοιρος, τχ. 5- απόσπασμα)

 


ρισινών εικόνων»:2

Ανάμεσα από τα φώτα που βασανίζει ο άνεμος, ανάβει η πορνεία μέσα στους δρόμους· σαν    ένας μυρμηγκιώνας ανοίγει τις εξόδους της· παντού ανοίγει έναν απόκρυφο δρόμο, σαν τον εχθρό που επιτίθεται μυστικά· εδώ κι εκεί ακούγονται να βράζουν οι κουζίνες […] τα ξενοδοχεία, που αποζούνε από το χαρτοπαίγνιο, γεμίζουν πόρνες και παλιανθρώπους, συνενόχους τους, κι οι κλέφτες, που δεν σταματάνε και δεν χαρίζονται, θ’ αρχίσουν κι αυτοί τη δουλειά τους και θα ανοίξουνε σιγανά πόρτες και κάσες για να ζήσουν μερικές μέρες και να θρέψουμε τις ερωμένες τους.

    Ο πλάνης τριγυρνάει σε Στοές με εμπορεύματα και παρατηρεί το ανώνυμο πλήθος. Ο πλάνης είναι άνθρωπος του πλήθους και κινείται πάντα άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Άλλωστε την εποχή αυτή ακμάζει ο ρόλος του ντεντέκτιβ στη λογοτεχνία που είναι βέβαια πλάνης, ένας άνθρωπος, δηλαδή, του πλήθους. Ο πλάνης τριγυρνάει μπροστά από πολλές βιτρίνες, από πολλά μέρη και από κανένα όλον. Οι εικόνες του είναι όλες αποσπασματικές όπως και η συνολική πρόσληψη της πραγματικότητας. Ο πλάνης είναι η πόρνη της αισθητηριακής αλλά και της αισθητικής εμπειρίας. Ο Benjamin βλέπει στον Μποντλέρ την κατάρρευση της αύρας. Αυτό είναι ένα καλλιτεχνικό χαρακτηριστικό της νεοτερικό- τητας που ταυτόχρονα αποτελεί αντανάκλαση της προσλαμβάνουσας κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτή είναι και η πόρνη των Συμβολιστών, χωρίς αύρα, με κατακερματισμένη αισθητηριακή εμπειρία. Η πόρνη–σώμα. Η εικόνα–πόρνη.3
    Η αφήγηση του πλάνητα στη λογοτεχνία δυσκολεύεται να γίνει μια γραμμική αφήγηση γιατί ο λόγος του πλάνητα υποχρεωτικά συσκοτίζεται από εικόνες, από τα πολλαπλά σοκ που βλέπει ο Benjamin στην τεχνική του μοντάζ στον κινηματογράφο. Αυτή η κυριαρχία εικόνας έναντι λόγου αποτυπώνεται άλλωστε και στην ακμή της φωτογραφίας ως τέχνης. Η φωτογραφία δίνει τη δυνατότητα μιας εύκολης και άμεσης πρόσληψης κατά την θέαση με την κατακυριάρχηση πολλαπλών σοκ που παγώνουν τον ενεργό χρόνο της αύρας. Η αύρα φεύγει από τις περιπλανήσεις του κανταδόρου και του ενεργού χρόνου των αφηγήσεών του και υποχωρεί μαζικά μέσα στον φωτογραφικό φακό του μη χρόνου, της από-αφηγηματοποιημένης περιγραφής. Κι έτσι η εμπειρία του πλάνητα γίνεται το απόσπασμα. Κάπως έτσι ο Βιγιόν μετουσιώνεται σε Μποντλέρ.
    Κύρια καθημερινή μας εμπειρία —για να το φέρουμε στο τώρα— αυτής της αποσπασματικότητας του όλου είναι ο ερωτισμός που εικονοποιείται (ως μέρος του όλου), και σήμερα είναι παντού στην αισθητηριακή μας εμπειρία. Το φετίχ δεν μπορεί παρά να αποσπαστεί από το όλον, όπως στην έντονη περιγραφικότητα του τεμαχισμένου ερωτικού σώματος, για παράδειγμα του αποκομμένου στήθους ή ακόμα και του τεμαχισμένου λόγου με τη μορφή της βραχυλογίας. Στα σεξουαλικά συμφραζόμενα η αποσπασματικοποίηση του λόγου-σώματος είναι άμεσα εμφανής στο οπτικό-λεκτικό-αισθητικό επίπεδο είτε παραπέμποντας σε μέρος του σεξουαλικού σώματος που «γίνεται» το «όλον» (π.χ. η λέξη «μουνί» σε κατάλληλο πραγματολογικό πλαίσιο είναι συνώνυμη της γυναίκας) είτε σε μέρος του σεξουαλικού ψυχισμού (π.χ. η φράση «ανοργασμικός/ιά» αποτελεί συνώνυμο του μη ικανού και όχι του μη ικανοποιημένου σεξουαλικά υποκειμένου, τουτέστιν η περιγραφικότητα —ως αναίρεση του ενεργού χρόνου— συσκοτίζει την αφήγηση αφού το μη ικανοποιημένο σεξουαλικά υποκείμενο λογίζεται τεχνηέντως και στατικά ως σεξουαλικά μη ικανό). Ακριβώς αυτή η κατάρρευση της αύρας που τρέπει τεχνητά την αφήγηση σε περιγραφή και το όλον σε μέρος περνάει και στον ποιητικό λόγο με την έμφαση στην μερικότητα, έτσι —όπως στην «Πικρία» του Καββαδία— η πλανητική αφήγηση γίνεται περιγραφική διείσδυση:

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι 
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα, 
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι, 
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα. 

Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου, 
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα 
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα, 
για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου. 

Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι 
τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι 
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη, 
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι. 

Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα 
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο 
Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα 
και «Σε πονάει με τη νοτιά;» Όχι από αλλού πονάω. 

Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια 
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη 
Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια 
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη. 

Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω 
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία 
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω; 
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία. 

Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι, 
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια, 
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι 
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια. 

Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια, 
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι. 
Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει 
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
    
Στο ποίημα η μόνη προσωποποίηση του γυναικείου σώματος είναι η μερικότητα «τ’ αχείλη» ενώ στο επίπεδο του ψυχισμού ο πειρασμός για μια «μουλάτρα στην Τενερίφα»4  είναι ισχυρότερος από τον αγιάτρευτο έρωτα του ναυτικού για την θάλασσα η οποία «μισάει την προδοσία». Εξ ου και το ποίημα τελειώνει με τον επικήδειο ποιητικό λόγο στο βυθό της θάλασσας —η οποία αποτελεί προσωποποίηση της ερωμένης και συμβολίζει την ερωτική αντιζηλία προς τη μουλάτρα— όπου ο ξεψυχισμένος ναυτι- κός περιτριγυρίζεται από «σαλάχια και χταπόδια».

Η περίπτωση Καρυωτάκη
Στον Καρυωτάκη ο φετιχισμός του εμπορεύματος είναι, βέβαια, σεξουαλικός φετιχισμός. Δεν υπάρχει πριν και μετά: η ερωτική έλξη είναι διέγερση και η ίδια η ερωτική αφήγηση είναι απλώς εμπειρία. Το πορνικό στοιχείο ως πραγματολογικό περιβάλλον της έλξης είναι βαθιά ερωτικό χωρίς καθόλου άλλες συνδηλώσεις «κατώτερου» συναισθήματος. Δεν βρισκόμαστε στον ρομαντισμό αλλά στην ίδια τη φαντασμαγορία του εμπορεύματος, του προϊόντος. Η «αγορασμένη φίλη» της Ωχράς Σπειροχαίτης5 είναι ένας ταυτόχρονος σεξουαλικός-εμπορικός φετιχισμός. Το συναίσθημα χωρίς αύρα (αν μπορώ να αποδώσω έτσι την αντιρομαντική αυτή συνδήλωση) εξιτάρει ακριβώς όπως το τεχνικά κατασκευασμένο και λουστραρισμένο εμπόρευμα, όπως τελικά ο άνθρωπος–εμπόρευμα ή ακόμα σωστότερα: η γυναίκα–εμπόρευμα. Με αυτή την έννοια μια ερωτική πράξη δεν είναι ακριβώς πράξη αλλά μάλλον συμβάν. Το συμβάν σταθεροποιεί τον χρόνο, τον κοκκαλώνει και τον προσλαμβάνει σε αυτή του τη διάσταση· η πράξη δημιουργεί τον χρόνο μέσω των δρώντων υποκειμένων. Η πράξη έχει περισσότερο υποκείμενο, το συμβάν περισσότερο αντικείμενο. Γλωσσικά αυτό αποτελεί και διαχωριστική γραμμή μεταξύ περιγραφής και αφήγησης. Η πρώτη διαθέτει οπτική γωνία σε αντικείμενο και σε νεκρό χρόνο (όπως μια νεκρή φύση) η δεύτερη εστιάζει στο δρον υποκείμενο και στον ενεργό χρόνο (όπως μια ερωτική σκηνή σε μια θεατρική πράξη). Αν η μουσική (η αγαπημένη των τεχνών για τους Συμβολιστές) βρίσκεται στο ενδιάμεσο περιγραφής και αφήγησης, η γλώσσα του Συμβολισμού αναιρεί, αναντίρρητα, όλα της τα αφηγηματικά στοιχεία.
    Η αφήγηση του Συμβολισμού είναι αποσπασματικές εικόνες/ «αντανακλάσεις» και έτσι το έξω του κόσμου μπαίνει μέσα, υποκειμενοποιείται, όπως το εξωτερικό ερέθισμα της καββαδικής μουλάτρας που είναι αμιγές συναίσθημα. Το συναίσθημα είναι πάντα αφήγηση αλλά εδώ το ερέθισμα που είναι περιγραφική έννοια έχει γίνει το συναίσθημα σαν η νεκρή φύση να γινόταν θεατρική πράξη. Η έλλειψη μέτρου, ομοιοκαταληξίας, αφήγησης στους Συμβολιστές είναι μια νίκη του ερεθίσματος επί του συ- ναισθήματος, είναι μια ολόκληρη φιλοσοφία του συμβάντος ως βιωμένη πραγματικότητα. Με μια έννοια οι ποιητές του Συμβολισμού δεν είναι λεκτικοί αλλά περισσότερο μουσικοί: παίζουν στο όριο περιγραφής και αφήγησης. Μετεωρίζονται μεταξύ συμβάντος και πράξης. Στον μουσικό τους αφουγκρασμό αφήνουν την τεχνική του καπιταλισμού της εποχής τους να εισχωρήσει στην αισθητική αρμονία της τέχνης. Το εξωτερικό ερέθισμα του ήχου της μητρόπολης μπαίνει μέσα στον στίχο. Η καλλιτεχνική αρμονία γίνεται τεχνική δυσαρμονία. Το συμβάν μπαίνει στο παιχνίδι της τέχνης, μάλιστα της λογοτεχνίας, της πιο αφηγηματικής των τεχνών. Κι η τεχνική με την υλική της έννοια γίνεται καλλιτεχνία.
    Δεν ξέρουμε με ακρίβεια γιατί αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης6 αλλά ίσως έχει κάποιο ενδιαφέρον να σκεφτούμε αν έζησε ακόμα και τον θάνατό του ως συμβάν ή αν επρόκειτο για έναν φετιχιστικό θάνατο. Ο θάνατός του μπορεί να είχε τα χαρακτηριστικά του δημόσιου διασυρμού όταν υπάρχει και ένα σεξουαλικό νόσημα όπως μαρτυρά η Ωχρά Σπειροχαίτη. Όταν αυτοκτονεί υπό αυτή την εκδοχή παύει να είναι «άνθρωπος του πλήθους» και ο σεξουαλικός διασυρμός ενός «επιφανούς» δημοσίου υπαλλήλου από ανώνυμος γίνεται επώνυμος. Το ανείπωτο έχει νόημα μόνο ως συμβάν. Ίσως ένα αδιόρατο φετίχ ερωτικού διασυρμού εισχωρεί στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Τον ενδιαφέρει μάλλον ο θάνατός του μετά τον θάνατό του: τον ενδιαφέρει το συμβάν του θανάτου. Αν ενδιαφερόταν μόνο για το ηθικό σκέλος της πράξης του, η φράση «ήμουν άρρωστος» θα έπρεπε να μην περιληφθεί στην τελευταία του επιστολή. Υπάρχει ένας συλλογικός αποδέκτης μακροπρόθεσμα που δεν πρέπει να ερμηνεύσει την ηθική στάση της αυτοκτονίας ως πράξη αλλά τον συμβολισμό του συμβάντος: το ίδιο το συμβάν ως φετιχιστικό διασυρμό. Αν το τελευταίο του ποίημα είναι η «Πρέβεζα» που θα μπορούσε να λέγεται και «Θάνατος» το μυαλό μας ίσως μπορεί να βασανιστεί σχετικά με το αν υπήρχε και ένας φετιχισμός του θανάτου —ένας ερωτισμός του συμβάντος— στην ψυχοσύνθεσή του.
    Αν κάτι σε μεθοδολογικό επίπεδο μας δίνει η Πρέβεζα είναι την εντύπωση του Καρυωτάκη ως μποντλερικού πλάνητα. Παρατηρεί καλά την γύρω του πραγματικότητα: την φύση, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις σχέσεις εξουσίας, την αλλοτρίωση. Η Πρέβεζα ως πόλη και η θάλασσα που την βρέχει είναι ένα δίπολο θανάτου. Είναι μια αναλογία ψυχής–σώματος κατά την «αγορασμένη φίλη» που έβλεπε «γελώντας αινιγματικά» (ψυχικός συμβολισμός) την «άβυσσο που ερχόταν» (σωματικός συμβολισμός). Στην Πρέβεζα ο Καρυωτάκης βλέπει τον θάνατο παντού.
    Φύση: «ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα κι ακόμα ο ήλιος θάνατος μες τους θανάτους». Η αποσπασματικοποίηση του φυσικού όλου είναι ενδεικτική της οπτικής του πλάνητα.
        Ανθρώπινες σχέσεις: «θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια». Εδώ βλέπουμε την απόλυτη αλλοτρίωση της ερωτικής ζωής ως μέρος της αλλοτριωτικής ύπαρξης.
     Σχέσεις εξουσίας: Ο δάσκαλος, ο αστυνόμος —ο δικαστικός που υπονοείται ότι διέταξε τον αστυνόμο—, η μπάντα, ο νομάρχης. Όσοι αναφέρονται στην Πρέβεζα είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή κρατικοί φορείς, όπως και ο ίδιος που ιστορεί. Όλοι ελλιπείς, μίζεροι και καημένοι. Ολόκληρη η οπτική του συνιστά μια διαίρεση της κρατικής μηχανής που ενώνεται μέσα από τα αποσπάσματά της.
        Αλλοτρίωση: δεν παραλείπει βέβαια ως πλάνης να παρατηρήσει και την κοινοτική μορφή της πόλης. Γεγονός για να ταράξει την ησυχία του τόπου είναι βέβαια η έλευση σημαντικού προσώπου αφενός (εδώ του νομάρχη που εισπράττει την ειρωνεία του ποιητή ο οποίος ως κατώτερος κρατικός λειτουργός βρίσκεται και ταξικά απέναντί του) αλλά και η ψυχαγωγία της πόλης αφετέρου, η οποία δεν μπορεί να περιοριστεί στις μελωδίες της μπάντας. Μόνη ουσιαστική ψυχαγωγία γίνεται τελικά μόνο μια ψυχαγωγία θανάτου: δηλαδή μια κηδεία. Τον ρόλο αυτό (το συμβάν) αναλαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής («αν κάποιος ανάμεσά μας πέθαινε από αηδία, τι ωραία, με σεμνούς τρόπους θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία»). Το δρον υποκείμενο που ενεργεί —εδώ κατά του εαυτού του— ενδιαφέρεται για την πρόσληψη του άλλου. Όπως ο καλλιτέχνης. Ενδιαφέρεται για την πράξη ως συμβάν που μετου- σιώνεται από νεκρή φύση σε θεατρική πράξη, αποκαλύπτοντας το δύσκαμπτο όριο μεταξύ περιγραφής και αφήγησης που βρίσκεται σε απόλυτα διαλεκτική σχέση.
    Υπάρχει πράγματι ένας τραγικά ειρωνικός φετιχισμός του θανάτου στον Καρυωτάκη που από το έργο περνάει στη ζωή: μετατρέπει το οικείο σε ανοίκειο, τον κλεφτοπόλεμο μεταξύ ζωής και θανάτου, και τελικά πνίγεται μέσα στον ανοίκειο διασυρμό του θανάτου με απόλυτη οικειότητα. 
    Γράφει ο Φρόιντ στο Ανοίκειο: «Πρώτον: αν η ψυχαναλυτική θεωρία ορθώς ισχυρίζεται ότι κάθε συναίσθημα, που ανήκει σε μια συναισθηματική διέγερση […] μετατρέπεται σε άγχος μέσω της διέγερσης, τότε [...] το αγχωτικό στοιχείο είναι κάτι απωθημένο που επανεμφανίζεται. Αυτό ακριβώς το είδος του αγχωτικού στοιχείου πρέπει να είναι ανοίκειο. […] Δεύτερον: αν όντως είναι αυτή η κρυφή φύση του ανοίκειου, αντιλαμβανόμαστε γιατί η χρήση της γλώσσας επιτρέπει τη μετάβαση του οικείου [heimlich] στο αντίθετό του, το ανοίκειο [unheimlich] διότι αυτό το ανοίκειο στην πραγματικότητα δεν είναι κάτι ξένο αλλά κάτι από παλιά γνώριμο στην ψυχική ζωή, κάτι που έγινε ξένο μόνο μέσω της διαδικασίας της απώθησης. Η σχέση με την απώθηση διαφωτίζει τώρα και τον ορισμό του Σέλινγκ ότι ανοίκειο είναι κάτι που θα έπρεπε να μείνει κρυφό και αποκαλύφθηκε».
    Αν το μυστικό του Καρυωτάκη είναι η σύφιλη, δεν φανερώθηκε ποτέ από τον ίδιο· δεν λέχθηκε. Μας τη γνωστοποιεί δύο φορές, πίσω από τις φράσεις «αγορασμένη φίλη» και «άβυσσος που ερχόταν» της Ωχράς Σπειροχαίτης και μια δεύτερη φορά στην αποχαιρετιστήρια επιστολή με τη φράση «ήμουν άρρωστος». Η επιστολή αυτή, ως η μόνη ρητά αυτοβιογραφική αναφορά, αποτελεί μαρτυρία και δικαίωση της μαρτυρίας αποτελεί το «συμβάν» που την επιβεβαιώνει. Δε λέγεται τίποτα ρητά αν και οι νεκροί δεν ασχολούνται με παραφιλολογικά σχόλια. Δεν λέγεται ρητά όχι για να μην δικαιολογήσει την πιθανή κατηγορία περί μαστροπείας υπό τις εύκολες ψυχιατρικού τύπου ερμηνείες της τότε ελληνικής κοινωνίας αλλά και της επίσημης κριτικής ακόμα αλλά γιατί ο φετιχιστικός ερωτισμός του Καρυωτάκη είναι πραγματικός. Γιατί το συμβάν είναι μέρος του ποιητικού του έργου και το ποιητικό έργο του, συμβάν, της αληθινής ζωής. Τον συμβολισμό τον υπηρέτησε και με όρους ζωής αφήνοντας ανοιχτή την ερμηνεία του αποτρόπαιου συμβάντος, φροντίζοντας να αφήσει ανοιχτά τα ερωτήματα για το αν ήταν και τόσο αποτρόπαιο. Μάλλον ήταν οικείος με τον θάνατο αλλά ανοίκειος με τη γνωστοποίηση της ψυχικής του ρίζας.
    Ο Καρυωτάκης κράτησε με τον θάνατό του τον αναστοχασμό πάνω στη ζωή και στην δυνατότητα της ερμηνευτικής του συγγραφικού βίου και έργου. Δεν επέτρεψε τις εύκολες ερμηνείες για το έργο του, τις συμβατές με γεγονότα. Έκανε τα γεγονότα μέρος της ποίησης. Πήγε ακόμα παραπέρα. Μας ρώτησε αν το οικείο είναι έλξη ή απώθηση. Μας απάντησε ότι είναι απώθηση που ελκύει. Υπάρχει έντονη σεξουαλική διάσταση στον θάνατο του Καρυωτάκη: στο γιατί, στο πότε, στο πώς.
    Ο φετιχιστής διαιρεί· όπως ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα τις διάφορες όψεις του θανάτου. Και το συμβάν επανασυνθέτει το διαιρεμένο όλον (της πραγματικότητας). Το ψυχικό-ανοίκειο μόνο ως συμβάν μπορεί να γίνει πραγματικό-οικείο. Ο Καρυωτάκης δεν ήρθε για να πεθάνει αλλά ούτε για να γράψει μισητούς στίχους. Έγινε ένας φετιχιστής του θανάτου μέσω της φιγούρας του πλάνητα ως συγγραφέα και ως στάσης ζωής στην καθημερινότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και στην ακοτεινή δεκαετία του ‘20 δεν ξεκίνησε με τις Σάτιρες αλλά με τα Νηπενθή κι ας μεγάλωνε στο μέσον δύο πολέμων. Φετίχ, σεξουαλικότητα, ποίηση, υπέρβαση του κανονικού είναι το ίδιο ακριβώς συμβάν. Έτσι θα μπορέσου- με να βρούμε έναν ιστό στην πραγματική του ζωή μεταξύ πορνείας, μαχητικού συνδικαλισμού, «ιδανικής αυτοχειρίας».
    Ο Καρυωτάκης έδωσε μια διπλή ώθηση στην εγχώρια καλλιτεχνική σκηνή. Πρώτον, αποτελεί μία χαρακτηριστική φωνή που —όπως το έθεσε ο Πατρίκιος— έφερε την πολιτική στην ποίηση («οι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει σ’ όλα τα κλίματα σ’ όλα τα πλάτη, αγώνες για το ψωμί και το αλάτι, έρωτες, πλήξη»). Ο Καρυωτάκης θίγει μέσα στον μεσοπόλεμο όχι μόνο την ψυχολογία του ηττημένου ανθρώπου αλλά την ίδια την κρίση του κράτους-αφέντη και των λειτουργών του. Ο Καρυωτάκης προετοιμάζει τη γενιά της ήττας αλλά είναι αντεργκράουντ ποιητής. Έτσι η πολιτική του διάσταση επανέρχεται, μετά την ήττα, στην μπιτνικίζουσα γενιά των μεταπολιτευτικών ποιητών.
    Κατά δεύτερον, οικειώνεται το ανοίκειο σε ζωή και έργο. Αυτό προετοιμάζει τον σουρεαλισμό αλλά και την αναγκαιότητα άμβλυνσης του χάσματος τέχνης και ζωής. Η αντικουλτούρα ως τρόπος ζωής του καλλιτέχνη επανοικειώνεται τον Καρυωτάκη. Γι’ αυτό άλλωστε η τριλογία αυτή σ’ αυτό το πρώτο της μέρος πιάνει τον Καρυωτάκη έξω από ρεύματα και τάσεις· ως φαινόμενο. Αυτός ο ποιητής πατάει ταυτόχρονα στα φετίχ του σουρεαλισμού, στην κριτική της ήττας, στην πολιτική τέχνη της αντικουλτούρας.
    Άξιο αναφοράς είναι, λοιπόν, ότι —όπως είναι γνωστό— ο Καρυωτάκης εμφανίζεται στην χρονολογική αφετηρία των ποιητών του ‘20 με τα Νηπενθή και φεύγει με την Πρέβεζα η οποία θα μπορούσε, πραγματικά, να έχει και τον τίτλο «Θάνατος». Η ναρκωτική παρουσία / απώθηση παρουσίας του τίτλου της συλλογής «Νηπενθή» (ως αντίστροφης, δηλαδή, εδώ του θανάτου)8 οφείλει να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας στην χαρακτηριστική της αναλογία με το φροϋδικό heimlich (οικείο) που στην απώθησή του γίνεται unheimlich (ανοίκειο) δηλώνοντας ωστόσο το οικείο (που ανοικειώθηκε). Όλος ο βίος και το έργο του Καρυωτάκη έγκειται ακριβώς σε αυτό: στην οικειωμένη ανοικειότητα του θανάτου, στην καταστολή του θανάτου που στην απώθησή της ζωής γίνεται πρόσκληση. Η αυτοκτονία του είναι το άλλο μισό του ποιητικού νοήματος του Καρυωτάκη. Κι έτσι το έργο που δεν εκτελέστηκε ως εκνευριστικά ανοικείο πραγματώνεται τελικά μέσα στην ποιητική οικειότητα ενός συμβάντος. Ο Καρυωτάκης υπερβαίνοντας εαυτόν μας ανοίγει τον δρόμο για την αναζήτηση των ριζών του αισθητικο-σεξουαλικού φετιχισμού της νεοτερικότητας.


Σημειώσεις (Δεν αναφέρονται όλες οι πηγές γιατί δεν περιλαμβλάνεται ολόκληρο το κείμενο)
2. Από το «Λυκόφως της εσπέρας», παρατίθεται η μετάφραση του Ουράνη. 
3. Ακόμα και η σημερινή εικόνα των οίκων ανοχής στο Άμστερνταμ (βλ. παράρτημα εικόνων) με τις εκδιδόμενες πίσω από την τζαμαρία αποτελεί μια εκδοχή του πλανητικού βλέμματός μας να συλλάβει αυτή τη φετιχοποιημένη αισθητηριακή και αισθητική εμπειρία του κατακερματισμού που περιγράφωμε αισθητικά και κοινωνικά κριτήρια. Πίσω από τις τζαμαρίες συνομιλεί με τον περιπατητή-πλάνητα ένας υποκείμενος διπολικός φετιχισμός: αυτός του σώματος και, ταυτόχρονα, του εμπορεύματος.
4. Μουλάτρα: μιγάδα, γυναίκα εξωτικής ομορφιάς. Τενερίφα: ισπανική νήσος με ξακουστό λιμάνι.
5. «Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη / στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν, / γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη / κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.»Κ. Καρυωτάκης, Ωχρά Σπειροχαίτη (απόσπασμα)
6. Απ’ όσο μπορούμε να ξέρουμε πρόκειται για σύνολο αιτίων: αρχισυνδικαλιστής των δημοσίων υπαλλήλων στην πρωτεύουσα —αποκάλυψε την διασπάθιση δημόσιου χρήματος από τον υπουργό του— έντονη φημολογία για την τακτική του σχέση με πόρνες από το επαγγελματικό του περιβάλλον, προσπάθεια ελέγχου της δραστηριότητάς του από την αστυνομία υπό τον κομμουνιστικό κίνδυνο και τελικά προσπάθεια σκευωρίας εναντίον του μετά από πολλαπλές μεταθέσεις και ενόσω εργάζεται στην Πρέβεζα. Όλα αυτά υποφαίνονται στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του, και συγκεκριμένα, στις φράσεις: «τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδουν τη μισώ/ Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο». Η Χρ. Ντουνιά έχει συνδέσει ως απόδοση κατηγορίας κατά του ποιητή την μαστροπεία. Τέλος στην επιστολή αυτή υπάρχει και η φράση «ήμουν άρρωστος» που δείχνει και την ταυτόχρονη αναφορά του στην σύφιλη. Συνεπώς πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως πολυπαραγοντικό ζήτημα και μυστήριο.
7. Σίγκμουντ Φρόιντ, Το ανοίκειο, μτφρ. Ν. Μυλωνά, Νίκας, Αθήνα, 2017, σελ. 39-40.
8. Το πρώτο ποίημα του Καρυωτάκη, στην πρώτη του συλλογή, «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων» (1919), έχει τον τίτλο «Θάνατοι». H επόμενη συλλογή τιτλοφορείται «Νηπενθή» (δηλαδή, κατ’ ουσίαν, απώθηση πόνου-θανάτου) και το τελευταίο του ποίημα είναι η «Πρέβεζα» που λειτουργεί ως συνώνυμο του θανάτου. Αυτός ο κύκλος, τελικά, είναι η καρυωτακική παραλλαγή του heimlich / unheimlich.


 

Αθήνα, Νοέμβριος 2018

                                                                                                                          


Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Σκαντζόχοιρος τχ. 6-7

 

Δυστυχώς λόγω συγγραφικού πυρετού των τελευταίων ετών άφησα το blog μου "λίγο" πίσω.
Υπόσχομαι επιστροφή.

Εδώ στον τελευταίο Σκαντζόχοιρο γράψαμε με τον Λεωνίδα τον Πραπίδη ένα κείμενο που είχαμε παρουσιάσει σε πρώτη μορφή στο τελευταίο Συμπόσιο ποίησης του πανεπιστημίου Πατρών.

Ο Σκαντζόχοιρος θα επανέλθει και με το 7ο τεύχος του σχετικά σύντομα κι εγώ προσωπικά με μια νέα έκδοση. Ελπίζω να βρω περισσότερο χρόνο τώρα να ασχοληθώ λίγο με τα καινούρια που κάνω και να αφήσω τη δημιουργία να αυτοσυστηθεί μονάχη...

Αυτά! 

Επανέρχομαι συντόμως   

να δω και τα δικά σας...

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Σκαντζόχοιρος "Σημειώματα Κριτικής", τεύχος 5

 

Κυκλοφόρησε το 5ο τεύχος του περιοδικού Σκαντζόχοιρος - Σημειώματα Κριτικής. Η συμμετοχή μου σε αυτό το τεύχος εκκινεί μια τριλογία λογοτεχνικών γενεών με τίτλο "100 χρόνια μοναξιά" και καλύπτει την περίοδο από το 1919 μέχρι σήμερα.  
Στο πρώτο αυτό κείμενο της τριλογίας, καταπιάνομαι με την εναρκτήρια χρονολογία (της πρώτης εμφάνισης του Καρυωτάκη -1919- στα ελληνικά γράμματα) αναζητώντας τις ρίζες του αισθητικού φετιχισμού της νεοτερικότητας διά του καρυωτακικού συμβολισμού.  
Από τις παρισινές Στοές του Μποντλέρ μέχρι μια ερμηνεία της αυτοκτονίας Καρυωτάκη με (ερμηνευτικό) εργαλείο την μπενγιαμινική οπτική του πλάνητα.
Και έπεται συνέχεια με την... γενιά της ήττας. Αυτά.


Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

Σκαντζόχοιρος "Σημειώματα Κριτικής", τεύχος 4


Κυκλοφόρησε το 4ο τεύχος του περιοδικού "Σκαντζόχοιρος - Σημειώματα Κριτικής". Η συμμετοχή μου σε αυτό το τεύχος ολοκληρώνει έναν κύκλο τριών κειμένων σχετικά με την Αισθητική της Μεγάλης Άρνησης στη σκέψη του Herbert Marcuse. Η ανάλυσή μου εδώ, αφορά στο τελευταίο μέρος της φιλοσοφικής παραγωγής του Marcuse κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Το ύστερο έργο του στοχαστή περιλαμβάνει τα έργα "Αντεπανάσταση και Εξέγερση" και "Αισθητική διάσταση". Εδώ ολοκληρώνεται η στενή σύνδεση Φύσης, Τέχνης, Ουτοπίας ή αλλιώς η παρακαταθήκη που μας άφησε ο Marcuse στον νέο αιώνα που διανύουμε: αν δηλαδή η κοινωνική χειραφέτηση περνάει μέσα από τα πλοκάμια της Αισθητικής. Γι' αυτό άλλωστε, επειδή το κείμενο αυτό κλείνει έναν κύκλο τριών δοκιμίων (πρώιμη - όψιμη - ύστερη περίοδος), παραθέτω και μερικά συμπεράσματα που συνέχουν -ή τουλάχιστον, αυτό αποπειρώνται- την κεντρική προβληματική τους. 


Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Σκαντζόχοιρος "Σημειώματα Κριτικής", τεύχος 3

Κυκλοφόρησε το τρίτο τεύχος του περιοδικού "Σκαντζόχοιρος". Η συμμετοχή μου αφορά σε μια ανάλυση για τη σχέση της αισθητικής και της κοινωνικής θεωρίας στο έργο του Marcuse και θα ολοκληρωθεί με έναν κύκλο τριών κειμένων υπό τον τίτλο Herbert Marcuse: Προς την αισθητική της μεγάλης άρνησης. Στο τεύχος αυτό δημοσιεύεται το δεύτερο μέρος της ανάλυσης που δίνει έμφαση στην επιρροή του όψιμου έργου του Marcuse στο κίνημα του '68 και κυρίως στο αμερικανικό κίνημα. Κύρια στοιχεία της ανάλυσης αποτελούν η μεταψυχολογική και η νεομαρξιστική προσέγγισή του στην ανάλυση της νέας ευαισθησίας από τα μέσα της δεκαετίας του '50 ως τα τέλη του '60 εκκινώντας από το Έρως και Πολιτισμός και καταλήγοντας, μέσω του Μονοδιάστατου Ανθρώπου, στο Δοκίμιο για την Απελευθέρωση.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Σκαντζόχοιρος "Σημειώματα Κριτικής", τεύχος 2

Κυκλοφόρησε το δεύτερο τεύχος του περιοδικού "Σκαντζόχοιρος". Η συμμετοχή μου αφορά σε μια ανάλυση για τη σχέση της αισθητικής και της κοινωνικής θεωρίας στο έργο του Marcuse και θα ολοκληρωθεί με έναν κύκλο τριών κειμένων υπό τον τίτλο Herbert Marcuse: Προς την αισθητική της μεγάλης άρνησης. Στο τεύχος αυτό δημοσιεύεται το πρώτο μέρος της ανάλυσης που δίνει έμφαση στην πρόσληψη των "αρνητικών πηγών" κατά την πρώιμη εργογραφία του Marcuse και τη συνάντησή του με τον Marx, τον Freud και τους Υπερρεαλιστές στην περίοδο των μεσοπολεμικών χρόνων.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Ο αναισθητισμός στην υπηρεσία της αισθητικής.

Η μαγική διάδραση 
Benjamin-Burroughs.


Ίσως να ευθύνεται πράγματι αυτό το ακούραστο ενδιαφέρον μου για τη Σχολή της Φρανκφούρτης, αλλά ταυτόχρονα και εκείνο για τη γενιά μπιτ. Ίσως ακόμα, επειδή κυρίως τους Benjamin και Marcuse τους βάζω αρκετά ψηλά και μιλώ πράγματι γι' αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις στην ιστορία όπου το έργο της διάνοιας δεν είναι δα διαχωρίσιμο από της ζωής μας το έργο. Μα ποιο είναι πιο πρωτότυπο απ' το άλλο; Δεν ξέρω, κι αυτό είναι που με ερεθίζει παραπάνω. Μπορεί όλα αυτά να παίζουν πρωτεύοντα ρόλο, μα πάνω απ' όλα είναι αυτή η "μαγεία" που δεν μπορείς έτσι να την προσπεράσεις όταν είναι να παραθέσεις τέχνη και πολιτική, γλώσσα και μεταγλώσσα, στοχασμό και ποίηση. Μα πίσω απ' όλα αυτά είναι αυτοί οι δύο κι ας τους χωρίζουν μερικές δεκαετίες και τόσο πολλά μίλια. Και κάπως έτσι διερωτώμαι: μήπως τελικά δεν είναι και τόσα τα μίλια που τους χωρίζουν; Δεν μένει παρά να το διερευνήσουμε!

Ι.

Στα έργα των beatniks, η γλώσσα δέχεται την πλήρη της αναθεώρηση: απόρριψη της ακαδημαϊκής γλώσσας και έμφαση στη διγλωσσία που χωρίζεται από το κενό ανάμεσα στον Blake και στον μαύρο εργάτη του Νότου. Κάθε λεκτική παραβίαση με βάση την πρότυπη αμερικανική γλώσσα αποκτά επικοινωνιακή διάσταση με τις πραγματολογικές αξιώσεις του προφορικού λόγου (Kerouac, Ferlinghetti) ενώ "ο έντονα βιωμένος υπαρξιακός χαρακτήρας των εννοιών τους, δίνει την μαρτυρία της κόλασης της κοινωνίας".[1] Ωστόσο η πιο καλλιεργημένη μορφή στη χρήση της γλώσσας και στις συνέπειες της δίνεται από τον William Burroughs στα δυσνόητα γραπτά του και στην αντιεξουσιαστική του θεώρηση, των επικοινωνιακών - πολιτικών δεδομένων.  

            Η γλώσσα του Burroughs είναι η ο ομιλούμενη αμερικάνικη διάλεκτος, ένα "μίγμα υπόκοσμου, χιπ και των κύκλων των διανοουμένων που πειραματίζονταν με ναρκωτικά και ψυχοτροπικά φάρμακα… και μάλιστα έτσι αποδομημένη, εξαρθρωμένη και ανακατεμένη εξπρεσιονιστικά".[2] Ο Νάνος Βαλαωρίτης στη γραφή και τη θεωρία της γλώσσας του Burroughs, βρίσκει την απήχηση  μεταστρουκτουραλιστικών ιδεών στην ιδιαίτερη αντιστοιχία της γλώσσας -ως ιού "που συγκατοικεί αρμονικά με τον φιλοξενούμενό του οργανισμό"- και στη θεωρία της γλώσσας "ως παράσιτο στο μυαλό του ανθρώπου".[3] Μάλιστα ο Βαλαωρίτης τείνει να ταυτίσει τον Burroughs με τον De Sade και τον Εμπειρίκο εξ’ αιτίας του αντιαισθητισμού που προτάσσουν ενάντια στον ορθολογισμό του φορμαλισμού. Ο φορμαλισμός για τον Burroughs είναι η γλώσσα της εξουσίας, δηλαδή ο εικονικός λόγος των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ηλεκτρονικός και έντυπος). Οι τεχνικές cut up, fold in και mixing -ντανταϊστικές εκδοχές- ανατρέπουν την αντικειμενικότητα της εξουσιαστικής γλώσσας, προτάσσοντας "την έλλειψη ανθρώπινων συναισθημάτων σ’ έναν κόσμο τόσο σκληρό που μόνο μια μηχανή μπορεί να γίνει το σύμβολο της".[4]





[1] Θανάσης Σακελλαριάδης, «Θρησκεία και γλώσσα στη γενιά των beat: μια κοινωνιολογική προσέγγιση» [1994], Έξοδος, σελ. 56.
[2] Νάνος Βαλαωρίτης, «Ουίλιαμ Μπάροουζ: η γλώσσα είναι ιός» [1998],  Διαβάζω, τεύχος 383, σελ. 119.
[3] Στο ίδιο, σελ. 120.
[4] Στο ίδιο, σελ. 121.

ΙΙ.

Ο Benjamin με την πολιτικοποίηση της τέχνης αναφέρεται στο τέλος του διαχωρισμού του αισθητηριακού συστήματος κατά την θέαση από το ίδιο το έργο. Σε αυτήν του την προοπτική, η τεχνολογία συνιστά τη δίοδο. Η πολιτικοποίηση της τέχνης αγγίζει την καρδιά της αισθητικής με την πραγματική έννοια του όρου.[1] Ο Benjamin ζητάει αλλαγή της αισθητηριακής αντίληψης θεωρώντας ότι  "αυτός ο φυσικός γνωστικός μηχανισμός με τα ποιοτικά, αυτόνομα, αναντικατάστατα αισθητήρια όργανά του… βρίσκεται “έξω” από τη σκέψη, αντιμετωπίζοντας τον κόσμο προ-γλωσσικά, ως εκ τούτου προηγείται όχι μόνο της λογικής αλλά και του νοήματος επίσης".[2]
Παράλληλα με την αισθητηριακή αντίληψη υπάρχει και το “συναισθητικό σύστημα” όπου "οι εξωτερικές αισθητηριακές αντιλήψεις συντίθεται με τις εσωτερικές εικόνες της μνήμης […]".[3] Η Sussan Buck - Morss διαχωρίζει τις τρεις όψεις του συναισθητικού συστήματος σε φυσική αίσθηση, κινητική αντίδραση και ψυχικό νόημα, τα οποία συνιστούν μια γλώσσα που δεν αναφέρεται σε έννοιες. Επισημαίνει ότι αυτή η γλώσσα "ως συνισταμένη της πίεσης του εξωτερικού κόσμου και της έκφρασης του υποκειμενικού αισθήματος, απειλεί να διαψεύσει τη γλώσσα του ορθολογισμού, υπονομεύει τη φιλοσοφική της κυριαρχία".[4]
Το συναισθητικό σύστημα βασισμένο στις ιδιότητες του, προσπαθεί να κόψει τη δίοδο του τεχνολογικού ερεθίσματος προς το σώμα και τη ψυχή. Η χρήση της μηχανής στον κινηματογράφο (κάμερα), έχει συμβάλλει στη μετατροπή του συναισθητικού συστήματος σε σύστημα αναισθητισμού με τη διαταραχή του γνωσιακού συστήματος συναίσθησης. Η Sussan Buck - Morss κάνοντας μια αναδρομή στην επιστήμη της ιατρικής κατά τον 19ο αιώνα, αναφέρεται στις μεθόδους του αναισθητισμού που διαπότισαν το συναισθητικό σύστημα ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού.[5] Στα τέλη του 19ου αιώνα, την εγχείριση με γενική αναισθησία μπορούσαν να την παρακολουθήσουν οι φοιτητές από ένα γυάλινο παράθυρο που σε συνάρτηση με την οθόνη του κινηματογράφου, χαρακτηρίζεται από την προοπτική δράσης, ύλης και παρατηρητή. Εδώ ανάγεται το παράδειγμα του χειρουργού και του φωτογράφου σε σχέση με του μάγου και του ζωγράφου. "Τα εγχειρήματα τόσο του χειρουργού όσο και του φωτογράφου δεν τα χαρακτηρίζει κανενός είδους αύρα… αντίθετα, ο μάγος και ο ζωγράφος αντιμετωπίζουν τον άλλον άνθρωπο διυποκειμενικά […]".[6]
Ο Benjamin γνωρίζοντας τη ναρκισσιστική αισθητική του φασισμού σε αντιπαραβολή με την πολιτικοποίηση της τέχνης, υπενθυμίζει τη δύναμη της μηχανής (κάμερα) σε σχέση με τη γνώση του ίδιου του φασισμού. Η κάμερα προσφέρει "μια αισθητική εμπειρία απαλλαγμένη από κάθε ίχνος αύρας, κριτικά “ελεγκτική”, η οποία συλλαμβάνει με την “ασυνείδητη όρασή” της ακριβώς τη δυναμική του ναρκισσισμού από τον οποίο εξαρτάται η πολιτική του φασισμού, αλλά την οποία κρύβει η ίδια του η περιβεβλημένη με αύρα αισθητική".[7]



Όσον αφορά τώρα στη γραφή του Burroughs και όπως αυτή με τη σειρά της αποτυπώνεται υποδειγματικά στο "Γυμνό Γεύμα" (Naked Lunch), υπάρχει κάτι κοινό που τον ενώνει με τη σκέψη του Benjamin, το οποίο διατρέχει όλη τη φιλοσοφία της γλώσσας και αγγίζει την πολιτική θέση της ιστορίας. Ο Burroughs αναμφισβήτητα θα ακολουθούσε τον κατάλογο των καλλιτεχνών που μελετούσε ο Benjamin και που τους συνέδεε με την επαναστατική θεωρία όπως ήταν οι: Brecht, Κlee, Baudelaire. Έτσι και ο Burroughs, βρίσκεται στα χνάρια όλων αυτών που "δεν αναζητούν να ανακαλύψουν εκ νέου αξίες χαμένες, αλλά εκκενώνουν τα πάντα από κάθε πολιτιστικά φορτισμένη αξία".[8] Εδώ βρίσκεται και η αλληλόδραση ανάμεσα στους δύο που αφορά στο μέλλον της κουλτούρας συλλήβδην. Και οι δύο συναντιούνται διανοητικά μέσα απ’ το μηδενισμό τους, αλλά ο Benjamin επιμένει στη λατρευτική διάσταση του καπιταλισμού που πρέπει να εξαρθρωθεί αμέσως και το μέλλον της κουλτούρας πρέπει να περάσει στα χέρια των καλλιτεχνών που θα τη σηκώσουν πάνω τους γιατί "δεν είναι αρκετό να αποσυνδέσουν τις δημιουργίες τους από τη λογική της προόδου, αλλά πρέπει να δημιουργήσουν αυτό που θα ήταν καθ’ εαυτό αντιοργανικό, το ριζικά καινούριο".[9] Σε αυτήν την ανάγκη ανταποκρίνονται οι τεχνικές γραφής που επινόησε ο Burroughs ενάντια στον τυποποιημένο εξουσιαστικό λόγο της λατρευτικής επίσης διάστασης της τεχνολογίας.


Δημοσιεύτηκε: 
https://anti-texni.blogspot.com/








[1]«Το πραγματικό πεδίο της αισθητικής δεν είναι η τέχνη αλλά η πραγματικότητα», στο M. Jay - S. Buck-Morss - A. Jefferson, Μεταμαρξιστικά ρεύματα στην αισθητική και στη θεωρία της λογοτεχνίας, σελ. 159.
[2] Στο ίδιο, σελ. 159-160.
[3] Στο ίδιο, σελ. 169.
[4] Στο ίδιο, σελ. 171.
[5] «Στις ήδη υπάρχουσες την εποχή του Διαφωτισμού ναρκωτικές ουσίες του καφέ, του καπνού, του τσαγιού και των οινοπνευματωδών προστέθηκε ένα τεράστιο οπλοστάσιο ναρκωτικών και θεραπευτικών πρακτικών, από το όπιο, τον αιθέρα και την κοκαΐνη μέχρι την ύπνωση, την υδροθεραπεία και το ηλεκτροσόκ», στο M. Jay - S. Buck-Morss - A. Jefferson , Μεταμαρξιστικά ρεύματα στην αισθητική και στη θεωρία της λογοτεχνίας, σελ. 178. Βλ. το κείμενο του Benjamin που αναλύει η Buck-Morss στο Βάλτερ Μπένγιαμιν, Δοκίμια για την τέχνη, μετάφραση Δ. Κούρτοβικ, Κάλβος, Αθήνα, 1978.
[6] M. Jay - S. Buck-Morss - A. Jefferson, ο.π., σελ. 194.
[7] Στο ίδιο, σελ. 203.
[8] Γιώργος Σαγκριώτης, «Δείκτες, βέλη, μονάδες» [2002], Ουτοπία, τεύχος 48, σελ. 70.
[9] Γιώργος Σαγκριώτης, ο.π., σελ. 70.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Χάος, Άβυσσος, Απύθμενο: Ο Κ. Καστοριάδης και η τέχνη ως ex nihilo δημιουργία.


Η έννοια της δημιουργίας στον Καστοριάδη ανάγεται στο χάος, την άβυσσο, το απύθμενο γιατί αυτά είναι το κέντρο του είναι. Την φιλοσοφική έννοια του χάους τη βρίσκει πρώτα στη Θεογονία του Ησιόδου και ύστερα στον Τίμαιο του Πλάτωνα: «η λέξη χάος βγαίνει από το χάσκω ή χαίνω που σημαίνει “είμαι ανοιχτός”, “είμαι άδειος” και τη χρησιμοποιεί ο Ησίοδος στους πρώτους στίχους της Θεογονίας “πρώτιστα χάος γένετ’… ”».[1] Σύμφωνα με τα λόγια του Ησιόδου, δεν έφτιαξε κανείς το χάος αλλά έγινε από μόνο του, από το τίποτα, "ατάρ πειτα Γαα ερύστερνος…δ’ ρος". Μετά έγινε η Γαα και ο ρος.
Την έννοια του χάους την ξανασυναντά ο Καστοριάδης στον Τίμαιο του Πλάτωνα. Τώρα πρόκειται για το δημιουργό και τη δημιουργία του που για τον αρχαίο κόσμο είναι η τεχνική και ο τεχνίτης. Ο δημιουργός δουλεύει με κάτι απροσδιόριστο το οποίο βρίσκεται σε ένα διαρκές γίγνεσθαι. Είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στο εί ν (το απόλυτα προσδιορισμένο) και το εί γιγνόμενον (το απόλυτα απροσδιόριστο). Ο δημιουργός έχει στο νου του μια ιδέα εί οσα και σύμφωνα με αυτή προσπαθεί να φτιάξει τον κόσμο. Όμως μέσα στο έλλογο στοιχείο (μαθηματικά) με το οποίο φτιάχνει τον κόσμο, υπάρχει το άλογο, όπως στο εί ν που είναι προσδιορισμένο, υπάρχει το απροσδιόριστο (εί γιγνόμενον): «και ονομάζω χάος ή άβυσσο αυτόν το βασικό προσδιορισμό του εναι που είναι απ’ τη μια μεριά το ανεξάντλητο του εναι και από την άλλη η ικανότητα της δημιουργίας».[2] Για τον Καστοριάδη το χάος είναι η εκ του μηδενός δημιουργία μορφών και συνεχίζει την τεκμηρίωσή του με το παράδειγμα της ζωής των όντων και της ανθρώπινης ψυχής.
Και στα δύο παραδείγματα υπάρχει κάτι το ριζικά καινούριο (διαρκές γίγνεσθαι) το οποίο δεν υπάρχει πουθενά στο φυσικό κόσμο (εί ν) αφού «ο κόσμος της ζωής είναι ο κόσμος του νοήματος».[3] Αν ο σκοπός του ντος είναι η αυτοσυντήρησή του, πρέπει να δομηθούν σχέσεις με νόημα λειτουργικό, τέτοιο νόημα που δεν υπάρχει στο φυσικό κόσμο. Στην περίπτωση της ψυχής όμως ξεπερνιέται η λειτουργικότητα του νοήματος. Για τη ζωή αν υπάρχει και διατηρείται το νόημα, ο σκοπός ταυτίζεται με το νόημα αλλά στην ψυχή το νόημα δεν ταυτίζεται με κανέναν σκοπό γιατί το νόημα δεν είναι ο σκοπός (λειτουργικό) αλλά ο κόσμος (φαντασιακό). Εισέρχονται πλέον στο νόημα οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες που δημιουργούν τη ψυχή και που μέσω αυτής δημιουργούνται.
«Η ανθρωπότητα αναδημιουργεί αυ(τό) από το οποίο αναδύεται. Χάος ψυχικό. Απύθμενο της ριζικής φαντασίας της ψυχής. Άβυσσος κοινωνική».[4] Ο Καστοριάδης αντιμετωπίζοντας το ερώτημα «ποιο είναι το για τ της κοινωνίας, ο λόγος της ύπαρξής της», θέτει στο επίκεντρο του νοήματος, τον άνθρωπο ως ψυχική μονάδα, την ίδια τη ψυχική μονάδα ως σκοπό του εαυτού της. Είτε αναφέρεται σε μια ιστορική θρησκευτική κοινωνία, είτε σε μια δυτική καπιταλιστική, βλέπει ότι η θρησκεία ή η ετερόνομη θέσμιση της κοινωνίας έχουν τον ίδιο σκοπό: «η απόδοση μιας αρχής και ενός σκοπού εκτός του ατόμου, που το ξεριζώνει από τον κόσμο της ψυχικής μονάδας... κάνει το άτομο κάτι κοινωνικά καθορισμένο... εξαναγκασμένο να αναπαράγει την ίδια μορφή κοινωνίας με εκείνη που την έκανε να είναι αυτό που είναι».[5]
Πως απαντά όμως ο Καστοριάδης στη σχέση που θα διαμόρφωνε το άτομο και την ψυχή αν η θέσμιση ήταν αυτόνομη, δηλαδή αν ήταν αυτοθέσμιση; Τι θα συνέβαινε αν η κοινωνία αναγνώριζε ότι είναι η μοναδική πηγή θέσμισης του εαυτού της; Εδώ ο Καστοριάδης απαντά ταυτόχρονα στο ατομικό και στο συλλογικό επίπεδο. Και τα δύο επίπεδα προϋποθέτουν μια ριζική αλλοίωση της σχέσης με τη σημασία: «μια αυτόνομη κοινωνία είναι μια κοινωνία που αυτοθεσμίζεται ρητά. Δηλαδή ξέρει ότι οι σημασίες εντός και δια των οποίων ζει και εναι ως κοινωνία, είναι δικό της έργο και ότι δεν είναι ούτε αναγκαίες, ούτε ενδεχομενικές».[6]
Η ουσία αυτής της αλλοιωμένης σχέσης με τη ψυχή, οδηγεί τον Καστοριάδη όχι μόνο στην ιστορία της αρχαίας δημοκρατικής πόλης των Αθηνών αλλά και στην τέχνη που είναι ο καθρέφτης της αυτόνομης θέσμισής της.
Ο Καστοριάδης δεν κάνει άλλο από το να αναγάγει την τέχνη της αρχαίας πόλης στο πολιτικό φαντασιακό της, δηλαδή στο κοινωνικό πράττειν και παριστάνειν. Η τραγωδία έχει αναμφίβολη πολιτική διάσταση που ανάγεται στα γενετικά της θεμέλια που είναι βέβαια τα θεμέλια της ελληνικής φαντασιακής σύλληψης του κόσμου: «η τραγωδία επιβεβαιώνει διαρκώς, όχι μέσω του λόγου και της λογικής, αλλά μέσω της παράστασης των πραγμάτων, ότι το ν είναι το χάος [...]».[7] Η ανθρώπινη πράξη αντιστοιχεί στα αποτελέσματα της, «η τραγωδία μας δείχνει κάθε φορά ένα πρόταγμα δράσης».[8]
Ο Καστοριάδης επιχειρεί να δείξει αυτό το πρόταγμα στην Αντιγόνη του Σοφοκλή. Η κριτική του ξεκινάει με τις ερμηνείες που έχουν δοθεί στο έργο από φιλολόγους και φιλοσόφους οι οποίοι βλέπουν σ’ αυτό την αντιπαράθεση μεταξύ θείου και ανθρώπινου νόμου και την τάση του Σοφοκλή να συνηγορεί υπέρ του θείου. Η διαμάχη του Κρέοντα και της Αντιγόνης ξεκινάει με την ταφή του Πολυνείκη. Στο χορικό των στίχων 332-375 γράφει ο Σοφοκλής «πολλά τά δεινά κοδεν νθρώπου δεινότερον πέλει».[9] Ο Καστοριάδης σχολιάζει ότι «το επίθετο δεινός υποδεικνύει κάποιον που έχει εξαιρετικές, πιθανώς και τρομακτικές ικανότητες».[10] Εδώ ο φιλόσοφος σε αντίθεση με σχολιαστές της Αντιγόνης, διαβλέπει την αντίληψη του ανθρώπου ως δημιουργού της ιστορίας ενώ εκείνοι την κυκλικότητα της ιστορικής ροής. Η Αντιγόνη στο τέλος του έργου εξηγεί ότι όλα αυτά που κάνει, τα κάνει για τον αδερφό της που είναι αναντικατάστατος. Αν έχανε τον άντρα της, θα μπορούσε να βρει άλλον και ακόμα αν έχανε τα παιδιά της, θα μπορούσε να κάνει άλλα. Όμως ο αδερφός της δε μπορεί να αντικατασταθεί επειδή οι γονείς της έχουν πεθάνει. Εδώ βρίσκεται η πλήρης κατάρρευση του θείου νόμου αφού «ο θείος νόμος δεν όρισε ποτέ ότι πρέπει να θάβουμε τους αναντικατάστατους αδερφούς και όχι τους αδελφούς που θα ήταν δυνατό να αντικατασταθούν […]».[11] Μέσα σ’ αυτό το ψυχολογικό σύμπλεγμα, ο Καστοριάδης βλέπει ότι είναι «το χάος και η βρις, η παραβίαση των ορίων που ενυπάρχουν στο ίδιο το ανθρώπινο ν».[12] Πρόκειται για την έννοια του χάους που αντανακλά αυτό μέσα από το οποίο αναδύεται και είναι το κοινωνικό πράττειν και το κοινωνικό παριστάνειν, μέσα στη διπλή διάσταση του είναι.
Ο φιλόλογος E.R.Dodds στο άρθρο του «Ορθολογισμός και αντίδραση στην κλασική εποχή»,[13] μας πληροφορεί ότι η μεγάλη διαφώτιση στην Αθήνα ήταν ταυτόχρονα και η εποχή των μεγάλων διωγμών που συνοδεύονταν με εξορία ή ακόμα και με κάψιμο βιβλίων. Ανάμεσα στους μεγάλους διαφωτιστές της περιόδου συγκαταλέγονται ο Σωκράτης, ο Πρωταγόρας και ο Ευριπίδης. Στην Αθήνα αυτής της περιόδου συζητιόταν θεμελιώδη φιλοσοφικά ζητήματα όπως η αντίθεση νόμου-φύσεως με πιο κλασικό παράδειγμα: το ζήτημα της αρετής στον πλατωνικό Πρωταγόρα. Για τον Πρωταγόρα «η αρετή είναι διδακτή», δηλαδή «κρίνοντας ο άνθρωπος τις παραδόσεις του, εκσυγχρονίζοντας το νόμο, που οι πρόγονοι του δημιούργησαν, και εξαλείφοντας απ’ αυτόν τα τελευταία ίχνη “της βαρβαρικής ηλιθιότητας” θα μπορούσε να αποκτήσει μια νέα τέχνη του ζην, και η ανθρώπινη ζωή θα μπορούσε να υψωθεί σε νέα επίπεδα που κανένας δεν τα είχε ονειρευτεί μέχρι τώρα».[14] Μέσα σ’ αυτά τα σοφιστικά διδάγματα έζησε και έδρασε ο Ευριπίδης που τον ενέπνευσε ο Αναξαγόρας ενώ ως δραματουργός έφερε το αθηναϊκό κοινό σε επαφή με τη διδασκαλία του Ηράκλειτου. Αυτή η διπλή διάσταση φύσης-νόμου παρουσιάζεται απόλυτα στον Ευριπίδη όπου οι παντοδύναμοι ομηρικοί ήρωες γίνονται αδύναμοι χαρακτήρες ενώ οι θεοί φέρονται ως απλοί άνθρωποι με μειωμένη ηθική υπόσταση και βασανισμένα πάθη. Τώρα η τραγωδία δεν είναι για τον Καστοριάδη το πέρασμα από τη φύση στο νόμο αλλά ο πυρήνας της αμφισβήτησης κεντρικών φαντασιακών σημασιών, δηλαδή το πέρασμα από το κοινωνικό πράττειν στο κοινωνικό παριστάνειν. Και αυτό το πέρασμα είναι η θέσμιση της ίδιας της κοινωνίας για τον εαυτό της ως σχέση αλλοίωσης με τις ίδιες τις φαντασιακές της σημασίες. Συνεπώς είναι αυτοθέσμιση και κατ’ επέκταση αυτοαλλοίωση και αυτοδημιουργία.

Απόσπασμα αναδημοσίευσης από τον διαδικτυακό τόπο anti-texni.blogspot.com (Για έναν επαναπροσδιορισμό της κουλτούρας)



[1] Κορνήλιος Καστοριάδης, Ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία, Ύψιλον, 2001.
[2] Στο ίδιο.
[3] Στο ίδιο.
[4] Κορνήλιος Καστοριάδης, Οι χώροι του ανθρώπου, Ύψιλον, 1995.
[5] Στο ίδιο.
[6] Στο ίδιο.
[7] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τόμος Β, Η πόλις και οι νόμοι, Κριτική, 2008.
[8] Στο ίδιο.
[9] «... υπάρχουν πολλά τρομερά πράγματα, αλλά τίποτα δεν είναι πιο τρομερό
από τον άνθρωπο».
[10] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τόμος Β, 2008.
[11] Στο ίδιο.
[12] Στο ίδιο.
[13] E. R. Dodds, Οι έλληνες και το παράλογο, μετάφραση Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Καρδαμίτσα, 1977.
[14] Στο ίδιο.