Η ποίηση, η φιλοσοφία, ίσως κι η μουσική
είναι μια αναρρίχηση του σώματος
βαθιά μέσα στο πνεύμα.

Οι σιωπές των κραυγαλέων, 2009

forthcoming... by Logos, Berlin 2025

forthcoming... by Logos, Berlin 2025
On the Τransformation of the Form

Follow me at/ Folgt mir auf:


facebook

academia
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κριτικές-παρουσιάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κριτικές-παρουσιάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Κριτική βιβλίου: Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι, εκδ. Έναστρον (ποίηση)

 Αναδημοσιεύω την κριτική στην ποιητική συλλογή της Αφροδίτης Κατσαδούρη

Δημοσιευθείσα στις Αναγνώσεις της Αυγής

25/08/2024



Προσεγγίζοντας τη νέα ποιητική συλλογή της Αφροδίτης Κατσαδούρη, αν και χωρίς σαφή περιεχόμενα, ωστόσο θα έκανα τον εξής τριμερή θεματικό χωρισμό: εσωτερικότητα του υποκειμένου, κριτική της επικαιρότητας, αναστοχασμός (το τρίτο ενυπάρχει στα προηγούμενα δύο αλλά αυτονομείται ταυτόχρονα στο καταληκτικό motto). Ας τα πάρω λοιπόν ένα-ένα.
Στις εσωτερικές της στιγμές φανερώνει το αδιέξοδο που είναι πολλαπλό αλλά κατά βάθος διαπροσωπικό, όταν μες την ολόγιομη άνοιξη [σου στέλνουν] εικονικά λουλούδια, αλλά (ως εκ τούτου) και ψυχικό-υπαρξιακό, όταν επικαλείται τον Άμλετ της σελήνης, για να την νιώσουμε ψυχικά, διατηρώντας στο ποιητικό κλίμα πρωταρχικά και υπόρρητα τον ίδιο τον Άμλετ ( to be, or not to be?) αλλά και ρητά εκείνον της σελήνης (που λέει: έτσι κι αλλιώς ο κόσμος παντού είναι τεκές)· και με τα δικά της λόγια ο δικός της εσωτερικός Άμλετ της σελήνης (και ολόκληρος μία τελεία):
Χαρούμενη/ σαν δρομική/ ξελιγωμένη/ κόρνα/ ξέφρενης/ Παρασκευής/ στις μεγάλες λεωφόρους/ και/ πένθιμη/ σαν λυπημένο/ νιαούρισμα/ εγκλωβισμένου γάτου/ στο ρετιρέ του πέμπτου/ - το ίδιο βράδυ.    
Αφορμώμενη από την επικαιρότητα, ασκεί κριτική σε διάφορα θέματα της κοινωνικής ζωής. Εμφανής είναι η κριτική στις δημοσιογραφικές πρακτικές, χαρακτηριστικό το Δύο σταθμά, όπου οι δημοσιογράφοι «μπερδεύουν τη γλώσσα» τους και άθελά της (;) μας κάνει να σκεφτόμαστε τα Τέμπη, σε ένα ποίημα που αναμειγνύονται δημοσιογραφικές «ατασθαλίες», βαγόνια και λαμπαδιασμένοι, ενώ στο Αδωνικό, όπου μας περιμένουν 13 ώρες δουλειάς, ο παράταιρος τίτλος προκαλεί επίσης πολιτικούς συνειρμούς. Το πιο ενδιαφέρον θεματολογικά, όμως, και δη ποιητικά, είναι η πρόθεση αναστοχαστικότητας (διά του ποιείν). Εδώ ενέχεται ιστορικότητα και αινιγματικότητα, με τα γλωσσικά παίγνια να είναι τουλάχιστον ενάρετα.
Η διάσταση αυτή είναι πρώτα απ’ όλα περικειμενική. Η συλλογή αφιερώνεται στους μεροκάματους που λαχταράνε ακόμη, όπου είναι προφανής λεκτικά η υποκειμενικοποίηση του υλικού αντικειμένου, ενώ στους Μπολσεβίκους, οι φράσεις ένοπλος αγώνας, και με το στόμα σου μαρτυρούν μια υποστρωματική ψυχαναλυτική διείσδυση στην ανεδαφική «επανάσταση» του υποκειμένου εντός μεταφορικών και ταυτόχρονα σεξουαλικών συμφραζομένων (Η δεύτερη Οκτωβριανή Επανάσταση θα συντελεστεί όταν τα -μη- αρχίσουν τον ένοπλο αγώνα με το στόμα σου). Εδώ, εντέχνως κωδικοποιημένα, αμφισβητείται, πίσω από τις ειρωνικές συνδηλώσεις, η συνοχή της μεταμοντέρνας εξίσωσης των νέο-υποκειμένων.

Για επίλογο, θα ήθελα να κρατήσω δύο καταληκτικά σχόλια. Η Κατσαδούρη στέκεται φεμινιστικά απέναντι στην εποχή της αλλά όχι διαμαρτυρόμενη. Η ποίησή της είναι περισσότερο διανοητική παρά στιλάτη. Εδώ το «φεμινιστικά» έχει ειδικό νόημα. Δεν γράφει συνθηματικά. Αποκαλύπτει κοινωνικο-πολιτικά το ίδιο το πρόβλημα, απαιτεί να το συνειδητοποιήσουμε ως τέτοιο, ωθεί τη γυναίκα να αντισταθεί ιστορικά. Κι εδώ είναι ίσως το σημείο, όπου το επίκαιρο υποχωρεί μπροστά στο διαχρονικό: βλέπει τη γυναίκα εντός της διαχρονίας του ταξικού πολέμου και ωθεί προς έναν φεμινιστικό διαφωτισμό. Εδώ, ορθώνεται ως σωματικό και ως ποιητικό υποκείμενο κι εδώ η ποιητική της έχει βαρύνουσα χρονικότητα. Με τις νεωτερικές εκδοχές με αφμ και τατουάζ στο στήθος της Ελένης και της Πηνελόπης, τις δραπετεύει από την περίφραξη της προ-κλασικής αρχαιότητας. Οι γυναίκες-σύμβολα της ομηρικής ανθρωπολογίας καταδεικνύονται βέβαια ως παρένθετες γυναίκες, καταδεικνύεται όμως και η ίδια η διάρκεια της παρένθεσης. Μια παρένθεση που συνέχει συνάμα την ανθρωπολογία της καπιταλιστικής πατριαρχίας. Αυτό το νοηματικό και συμβολικό πέρασμα μεταξύ των χρόνων από το αρχαϊκό στο καπιταλιστικό είναι βαθιά διαφωτιστικό, κραυγάζει μετα-στοιχειώσεις, το me too μεταστοιχειώνεται σε against the: τότε, τώρα αλλά και σε έναν μέλλοντα πολύ συντελεσμένο (όπως θα μας πει αλλού). Αυτό είναι το πρώτο συνολικό μου σχόλιο, άξιο ειδικότερης αναφοράς. Το δεύτερο είναι ότι η Κατσαδούρη κλείνει (αντί να αρχίζει) με ένα motto: η ποίηση είναι τελικά το αθενές φύλο. Δεν ξέρω αν, για λόγους ποιητικής νοηματοδοσίας, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε κοινωνικά την αποκάλυψη της έννοιας του «ασθενούς φύλου» στην ποίηση αλλά εικάζω ότι εδώ πρόκειται για μία από τις νοηματικές αντιθέσεις του μυαλού της: το άλλο το ισχυρό φύλο πρέπει να είναι η πραγματικότητα. Αν, όντως, φτάνω εκεί απ’ όπου εκκινεί η σκέψη της, τότε η Κατσαδούρη μια τέτοια ποίηση την υπηρέτησε πιστά, ως μια ευάλωτη ύπαρξη που ψάχνει καταφύγιο (για να θυμηθούμε τον Καρυωτάκη) αλλά την υπηρέτησε και ως κοινωνικό υποκείμενο εντός της ιστορικότητας και της σωματοποίησής της. Γι’ αυτό κι εγώ, εδώ ρητώς παρεμβαίνω στα λεχθέντα της ποιήτριας: αν η ποίηση στη μια μεριά της δεν είναι παρά το ασθενές φύλο της πραγματικότητας, στην άλλη γίνεται το σθεναρό φύλο της ουτοπίας.
Για να στο θέσω, λοιπόν, Αφροδίτη ευθέως: εδώ προκύπτει το πραγματικό ερώτημα της συλλογής σου∙ γιατί υγροποίησες τη σάρκα; Μάλλον για να αναστοχαστείς τη διττή οντολογία του κόσμου μας: την πραγματική/ εφιαλτική του οντότητα (συμβολικά σαρκική – οντολογικά χωρική) αλλά και την ουτοπική/δυστοπική δύναμη της ποίησης (αφενός ψυχική – αφετέρου, οντολογικά, χρονική). Γι’ αυτό μάλλον την υγροποίησες, για να μας δώσεις την αφήγηση, πριν ακόμα μας αφηγηθείς τη δυνητική φυγή σου, που, έτσι κι αλλιώς, θα επιστρέψει. Το συμβολικό και το οντολογικό διαπλέκονται, όπως και το φανταστικό με το πραγματικό. Γι’ αυτό στάζει η σάρκα μας νερό, όπως λες. Και δεν είναι το ερκοντίσιον.
 
του 
Χρήστου Νεδελκόπουλου

Αθήνα, 2024 

Anselm Kiefer, Ignis sacer, 2014, γυαλί, μέταλλο, άμμος, ηφαιστειακή πέτρα, γύψος και φύλλα χρυσού, 190 x 80 x 70 εκ. Φωτ. Στάθης Μαμαλάκης


Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

Ένα μακρύ cut-up (απόσπασμα)

«Τι γυρεύεις στη Λάρισα εσύ ένας Υδραίος»; Σε καλωσορίζω λοιπόν με τις λέξεις σου —ακόμα κι αν είναι κώδικες— «μπας και μπορέσω μες απ’ τα μάτια σου να δω τον εαυτό μου». 

Κράτα τη μνήμη ζωντανή ποιητή να εισχωρήσει στη γεωγραφία σου η απουσία μας. Χαρτογράφησε την απουσία σου, να δούμε στο τέλος τι απουσιάζει. «Κάθε τόπος που πατάς δεν είναι πια εκεί». Μέσα στο κοσμικό ρευστό σου δέσε τη γη μας. 

Μετανάστευσε σε άλλες συντεταγμένες/ Απ’ όπου κι αν πέρασες έχτισα ένα ναυάγιο

Έλα με τις λέξεις σου/ «Το Ιόνιο πέλαγος ολόγυρά μας» όπως σου μίλησε κάποτε ο Καβάφης

Έλα με τις δικές σου οδούς/ Με τη δική σου Μόνα Λίζα, τη δική σου Λάρισα, τον δικό σου Μιχάλη Κατσαρό, όπου κι αν δείχνουν...

Έλα όμως και με τον δικό σου υπαρξισμό τον αχαρτογράφητο («η ζωή μας δραπετεύει μαζί μ’ αυτά που αφήσαμε ενέχυρο για να ζήσουμε») και με τις δικές σου καταστάσεις — τα διαρκή παρόντα σου και τις στατικές απουσίες σου («εδώ που πατάς δεν είναι πια εδώ»).

Όσο για μένα, έρχομαι με τις δικές μου λέξεις, στη μέση ενός καλοκαιριού αποκαθιστώντας τη μνήμη. Ήρθα με κάτι απ’ τα συνθήματα των καταστασιακών αλλά με τη γραφή ενός William Burroughs. Με ένα μακρύ cut-up να σε συναντήσω. 

Αναρωτιέμαι τι θα ’χαμε απογίνει όλοι εμείς οι απόκληροι του έρωτα/
βράδια στεγνά στο κρεβάτι μόνοι –ξάγρυπνοι ως το πρωί– χωρίς τη γλώσσα/
Χωρίς τη γλώσσα/ αυτή την ύψιστη μορφή της πορνογραφίας

Ξέρεις, η γλώσσα έχει κι αυτή πολλές συντεταγμένες. Αναγνωρίζει πάντα / μιλάει στο παρόν και τον ενεστώτα. Εδώ σ’ αυτό το ποίημα έρπεις υπόρρητα μεταξύ παρελθόντος και παρόντος γιατί ό,τι και να απογίναμε δεν έχουμε ακόμα απογίνει. Έχει κι άλλες συντεταγμένες η γλώσσα. Έχει και τις ύψιστες μορφές της. Ποιητικές – πορνογραφικές – αυτοστοχαστικές απουσίες του παρόντος.

Με τα ερωτήματα αυτά ανοιχτά σε καλωσορίζω στη δεύτερη φάση της ποιητικής σου. Αυτής που υπόσχεται να γεωγραφήσει την απουσία.



Αποσπάσματα από ένα cut-up βασισμένο στην ποιητική συλλογή του Σ. Λυκουργιώτη "Γεωγραφίες της Απουσίας". Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε στον Μανδραγόρα τον Σεπτέμβρη 2022. Ωστόσο πρόκειται για ποιητική περφόρμανς που έλαβε χώρα ως παρέμβαση τον Δεκέμβρη του 2021 στο Μεταξουργείο, στο Θέατρο Άττις-Νέος Χώρος.

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Γιατί εξεγείρονται οι φοιτητές στην Αμερική;

 

Αναδημοσιεύω το περσινό μου κείμενο για τα 60ά γενέθλια του Μονοδιάστατου Ανθρώπου του Χ. Μαρκούζε, χρονολογία που συνέπεσε με τις "ταραχές" στο Columbia, και πάλι 60 χρόνια μετά. Μόνο η γεωγραφία άλλαξε από τότε: Νέα Υόρκη αντί για Καλλιφόρνια και κάποια άλλα βέβαια που δεν είναι του παρόντος.

Δημοσιεύθηκε στις "Αναγνώσεις" της Αυγής, 26/05/2024 


Διαλεκτική της απελευθέρωσης και νέα αισθαντικότητα – αυτή τη φορά από την ανάποδη: ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος του Χέρμπερτ Μαρκούζε γίνεται 60 χρονών

 
Το κείμενο αυτό αποτελεί μια ιστορική υπενθύμιση που, στις σημερινές συνθήκες, κρούει και σαν κώδωνας κινδύνου, όταν είναι να μιλήσουμε ειλικρινά για την κληρονομιά του Μονοδιάστατου Ανθρώπου[1], που φέτος κλείνει τα 60 του χρόνια. Ένα έργο γραμμένο από έναν εκδιωγμένο Γερμανοεβραίο από το χιτλερικό καθεστώς (που απέκτησε τελικά την αμερικανική υπηκοότητα) και ο οποίος όσο ελάχιστοι στον 20ό αι. επηρέασε τα κινήματα και το φιλοσοφικό σχέδιο της ριζοσπαστικής αλλαγής του κοινωνικού παραδείγματος. Και αυτά τα 60ά γενέθλια έρχονται να συμπέσουν με την κατηγορία του «αντισημιτισμού» απέναντι στο φοιτητικό κίνημα των ΗΠΑ, από τον οποίο αντισημιτισμό ο ίδιος εξαποντίστηκε και η εγκατάσταση (εν είδει συμβολισμού) του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης (IFS), στο οποίο μετείχε, τελικά έγινε στο πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης. Γυρνώντας, πάντως, τον χρόνο πίσω στο κομβικό 1964 πρέπει να θυμηθούμε τρία γεγονότα, υπογείως αλληλοσυνδεόμενα μεταξύ τους: η Αμερική εμπλέκεται ανοιχτά στον μέχρι πρότινος πόλεμο διά αντιπροσώπων στο Βιετνάμ, το φοιτητικό κίνημα, αρχικά στο Μπέρκλεϊ, για τα ατομικά δικαιώματα, αποφάσισε ότι τώρα δεν θα κάνει πίσω, και, το λιγότερο συνταρακτικό, η δημοσίευση του Μονοδιάστατου Ανθρώπου. Αλλά ας έρθουμε στο σήμερα.
Τον Οκτώβρη του 2023 συναντηθήκαμε στην Φρανκφούρτη ορισμένοι πεισματικά αφοσιωμένοι στις μαρκουζιανές σπουδές, στο πλαίσιο του καθορισμένου διετούς συνεδρίου της International Herbert Marcuse Society, που, αυτή τη φορά, αντί για την Αμερική έγινε στη Γερμανία, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση του IFS, που εξελίχθηκε στην γνωστή σε όλους μας Κριτική Θεωρία. Οι πόλεμοι δεν είχαν φτάσει εδώ που είναι τώρα∙ υπήρχε, βέβαια, το μέτωπο Ρωσίας/Ουκρανίας και, παρεμπιπτόντως, η μέρα που μιλούσα στο Συνέδριο συνέπιπτε με την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ. Αν το συνέδριο καθυστερούσε έναν μήνα, σίγουρα το φοιτητικό κίνημα και το ερώτημα μιας νέας υποκειμενικότητας θα μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον. Αυτός, όμως, είναι ο λόγος που σήμερα γράφω αυτές τις σειρές. Το αμερικανικό φοιτητικό κίνημα είναι ξανά εδώ. Ο Μαρκούζε είναι εδώ. Ο μονοδιάστατος άνθρωπος (ακόμα κι ως φαινομενικά τρισδιάστατος) είναι, δυστυχώς, εδώ. Επαναπροσδιορίζω, λοιπόν, ορισμένες από τις παρελθοντικές σκέψεις μου στα νέα δεδομένα που ανοίγονται, για να υπενθυμίσω την επικαιρότητα της διαλεκτικής καινοτομίας του Μαρκούζε και του Μονοδιάστατου Ανθρώπου.
Η ριζοσπαστική (διανοητικά) παρακαταθήκη του Μαρκούζε στη διαλεκτική παράδοση είναι κυρίως φαινομενολογική. Υπάρχει, βέβαια, μια διπλή φαινομενολογική περίοδος στο έργο του: μια πρώτη, που συνδέεται με τα νιάτα του στο Φράιμπουργκ, και μια δεύτερη, αυτή της ωριμότητάς του, που νοηματοδοτείται από τον αναστοχασμό της θεματολογίας της Κρίσης των ευρωπαϊκών επιστημών του Husserl και τη θεμελιώδη έννοια του βιόκοσμου. Σε κάθε περίπτωση, από τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο και εξής, ο Μαρκούζε φέρνει σε δημιουργικό διάλογο τους εξής: Horkheimer-AdornoLukácsMarxFreudHusserl. Γιατί εμπλέκει τόσες πολλές σχολές στη σκέψη του; Και γιατί αυτή η εμπλοκή είναι ικανή να απαντήσει όχι μόνο στο γιατί εξεγείρονται οι νέοι σήμερα στην Αμερική αλλά και στο γιατί πρέπει να εξεγείρονται οι νέοι στον 21ο αιώνα. Η απάντηση, βέβαια, αφορά σε πολλά μαζί.
Αφορά τόσο στην διαλεκτική όσο και στο υποκείμενο, την πραγματικότητα και την φαντασία, την τεχνική και την φύση, σε τελευταία ανάλυση τον Έρωτα και τον Θάνατο. Πάνω σε όλες αυτές τις διχοτομήσεις ο Μαρκούζε πήρε θέση, δεν βολεύτηκε στις διχοτομήσεις. Επιδίωξε μια σύζευξη (συμφιλίωση, την έλεγε ο ίδιος) σε κάτι ασυμφιλίωτο, γι’ αυτό γοήτευσε και επιτάχυνε γεγονότα∙ γιατί αυτή η συμφιλίωση με το ασυμφιλίωτο (κατά την παράδοση) προϋπέθετε την υπέρβαση μιας πολιτισμικής ταυτολογίας, ενταγμένης μέσα στη διαλεκτική∙ μια υπέρβαση της Μορφής που αναγκαία ωθούσε την τρι-λεκτικο-ποίηση της ίδιας της εμπειρίας. Όχι, αυτό δεν ήταν κάτι εύκολο. Ο Μαρκούζε, όμως, ως ουτοπιστής, δεν το έκανε μεταφυσικά, εντός και πέριξ του όντος, αλλά ανορθοδόξως μαρξιστικά: αυτό το «εντός» και το «πέριξ» αφορούσε το υποκείμενο πέραν της τρέχουσας υποκειμενικότητάς του.
Ο δρόμος αυτός για μια νέα απελευθερωτική διαλεκτική που, ουσιαστικά, ήταν μια διευρυμένη τριλεκτική σύνθεση έρωτος-λόγου-κόσμου, προϋπέθετε την ρήξη με την παράδοση. Αυτός είναι ο δρόμος από το 1955 (Έρως και πολιτισμός) έως το 1969 (Δοκίμιο για την απελευθέρωση) με ενδιάμεσο σταθμό το 1964 (Μονοδιάστατος Άνθρωπος). Αυτή η ρήξη είναι και η διπλή ερμηνευτική του Μαρκούζε:
α. Ερμηνεύει ριζοσπαστικά τον Φρόιντ ως ανθρωπολόγο: η απωθητική λειτουργία του πολιτισμού είναι ιστορικο-κατασκευαστικής φύσεως και σε καμιά περίπτωση υπεριστορική.
β. Ερμηνεύει φαινομενολογικά τον Μαρξ: η χειραφέτηση των αισθήσεων είναι τόσο ουτοπικό όσο και πραγματικό ζητούμενο για την υπέρβαση της θεμελιωμένης υποκειμενικότητας, αφού εξαρτάται άμεσα από τη σχέση μας με τον κόσμο (φυσικό και τεχνικό).
Η διπλή ερμηνευτική του ακροβασία, λοιπόν, καλεί την ιστορία προς έναν οντικό μετασχηματισμό που μοιράζεται σε δύο ιστορικούς πόλους: του υποκειμένου και της φύσης. Ένας τέτοιος μετασχηματισμός υπόσχεται το ξεπέρασμα της Μορφής (της ύστερης καπιταλιστικής ανορθολογικότητας). Αν ο Μαρκούζε, λοιπόν, χρησιμοποίησε στον Μονοδιάστατο Άνθρωπο τον όρο «ειρηνευμένη ύπαρξη», για να μιλήσει για μια νέα αρχή της πραγματικότητας, που θα ταυτοποιούταν υπερβατικά ως διυποκειμενικότητα ανθρώπου-φύσης, σίγουρα δεν ήξερε ( ; ) για την 4η βιομηχανική επανάσταση και για τις επενδύσεις στην κλιματική αλλαγή.
Πέντε χρόνια μετά, επανέρχεται με τη νέα αισθαντικότητα: «η ρίζα του αισθητικού βρίσκεται στην αισθαντικότητα»[2] και «οι δυνάμεις της αισθαντικότητας αναπτύσσονται ως ιστορικές»[3]. Η 4η βιομηχανική επανάσταση ανακατασκευάζει σήμερα, εκτός από τη νέα οικονομία, και τη νέα ανθρωπολογία, με την ηλεκτρονική επιτήρηση του μυαλού και την ολική χειραγώγηση των αισθήσεων, μέσω ενός εν δυνάμει απριορικού ψηφιακού βιόκοσμου. Η επικαιρότητα  του Μονοδιάστατου Ανθρώπου θα είναι παρούσα στον 21ο αι., όσο είναι προφανές ότι οι παραπάνω φράσεις του απειλούν να επιστρέψουν ανάποδα, προς την επιστημονικοποιημένη κατασκευή μιας τεχνικοαισθητηριακής υποκειμενικότητας εντός της νέας ανορθολογικότητας, την οποία μάλλον προέβλεψε και γι’ αυτό επιδίωξε να μας προστατεύσει.
Αν ρωτάμε γιατί εξεγείρονται οι φοιτητές στην Αμερική, η απάντηση είναι πολύ απλή και σύνθετη ταυτόχρονα. Εξεγείρονται για την λευτεριά στην Παλαιστίνη. Όχι όμως περισσότερο απ’ όσο εξεγείρονταν 60 χρόνια πριν για τον πόλεμο στο Βιετνάμ.  

[1] Herbert Marcuse, One-dimensional Man: Studies in the ideology of advanced industrial societyεισDouglas Kellner, Routledge, Λονδίνο – Νέα Υόρκη, 1991 [1964]. Το κείμενο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Μπάμπη Λυκούδη (Παπαζήσης, 1971, επανέκδοση 2022, με πρόλογο του Δημήτρη Λαμπρέλλη) και προσφάτως από την Κατερίνα Γούλα (επιμ. Αλέξανδρος ΚουτσογιάννηςΠεδίο, 2020).
[2] Herbert MarcuseAn Essay on Liberation, Beacon Press, Βοστώνη, 1969, σ. 33. Tο βιβλίο έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά από τον Νικηφόρο Αιγινήτη (Διογένης, 1971). Είναι, ωστόσο, εξαντλημένο εδώ και πολλά χρόνια.
[3] Στο ίδιο, σ. 30. 

Μαριλένα Αραβαντινού, Αντανάκλαση, 1958, ελαιογραφία σε καμβά, 95 × 70 εκ., συλλογή Χριστίνας Αραβαντινού

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Για την "Κοιλιά" του Δ. Τσεκούρα

 

Ένα βιβλίο που καταβρόχθισα με το που έφτασε στα χέρια μου.
Συναντήθηκα με πολλούς τρόπους με τον συγγραφέα του.
Λίγο βιωματικά, λίγο θεατρικά, λίγο συγγραφικά.
Ήθελα να γράψω περισσότερα
για τον "Ιωνά" αλλά και για τον "τρελό"
για την κοιλιά που "πάει να σκάσει"
και για κείνο το περίεργο παιχνίδι
που ποτέ "δεν τελειώνει σαν αρχίσει".
Αρκέστηκα σε αυτά τα ολίγα,
όσο μπορούσε να χωρέσει η κριτική μου σε έντυπο πλαίσιο.
Μου συμβαίνει πάντα... σκέφτομαι κάθε φορά.

https://www.efsyn.gr/arthro/gia-tin-istoria-toy-iona-enos-planita

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

Σκαντζόχοιρος "Σημειώματα Κριτικής", τεύχος 4


Κυκλοφόρησε το 4ο τεύχος του περιοδικού "Σκαντζόχοιρος - Σημειώματα Κριτικής". Η συμμετοχή μου σε αυτό το τεύχος ολοκληρώνει έναν κύκλο τριών κειμένων σχετικά με την Αισθητική της Μεγάλης Άρνησης στη σκέψη του Herbert Marcuse. Η ανάλυσή μου εδώ, αφορά στο τελευταίο μέρος της φιλοσοφικής παραγωγής του Marcuse κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Το ύστερο έργο του στοχαστή περιλαμβάνει τα έργα "Αντεπανάσταση και Εξέγερση" και "Αισθητική διάσταση". Εδώ ολοκληρώνεται η στενή σύνδεση Φύσης, Τέχνης, Ουτοπίας ή αλλιώς η παρακαταθήκη που μας άφησε ο Marcuse στον νέο αιώνα που διανύουμε: αν δηλαδή η κοινωνική χειραφέτηση περνάει μέσα από τα πλοκάμια της Αισθητικής. Γι' αυτό άλλωστε, επειδή το κείμενο αυτό κλείνει έναν κύκλο τριών δοκιμίων (πρώιμη - όψιμη - ύστερη περίοδος), παραθέτω και μερικά συμπεράσματα που συνέχουν -ή τουλάχιστον, αυτό αποπειρώνται- την κεντρική προβληματική τους. 


Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

"Περί ποιήσεως... ποίηση" - Βιβλιοπαρουσίαση


Το "Περί ποιήσεως... ποίηση" του Θ. Βάσση αποπειράται μια ερμηνεία των ποιημάτων για την ποίηση με επιλογή τριών ποιητών από διαφορετικές γενιές (Πολυδούρη, Εγγονόπουλος, Παυλόπουλος). Η βιβλιοπαρουσίαση αποτελεί απόσπασμα της ομιλίας που εκφώνησα στον χώρο των Εναλλακτικών Εκδόσεων κατά την παρουσίαση του βιβλίου. Το αρχικό κείμενο βασίστηκε σε μια συνολική προσέγγιση του ποιητικού υποκειμένου με αφορμή το βιβλίο του Βάσση ακολουθώντας μια φιλοσοφική ανάγνωση των διαπλεκόμενων γενεών και της διαλεκτικής σχέσης της ποιητική τους. Στην Εφ.Συν βέβαια δεν υπήρχε χώρος για όλα αυτά, οπότε εδώ ακολουθεί η βασική μόνο αρτηρία της προσέγγισής μου. Αυτά... 

Χρήστος Νεδελκόπουλος, Περί ποιητικού υποκειμένου... ο λόγος;, Εφ. Συν. (Art).

www.efsyn.gr/arthro/peri-poiitikoy-ypokeimenoy-o-logos 

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Σκαντζόχοιρος "Σημειώματα Κριτικής", τεύχος 3

Κυκλοφόρησε το τρίτο τεύχος του περιοδικού "Σκαντζόχοιρος". Η συμμετοχή μου αφορά σε μια ανάλυση για τη σχέση της αισθητικής και της κοινωνικής θεωρίας στο έργο του Marcuse και θα ολοκληρωθεί με έναν κύκλο τριών κειμένων υπό τον τίτλο Herbert Marcuse: Προς την αισθητική της μεγάλης άρνησης. Στο τεύχος αυτό δημοσιεύεται το δεύτερο μέρος της ανάλυσης που δίνει έμφαση στην επιρροή του όψιμου έργου του Marcuse στο κίνημα του '68 και κυρίως στο αμερικανικό κίνημα. Κύρια στοιχεία της ανάλυσης αποτελούν η μεταψυχολογική και η νεομαρξιστική προσέγγισή του στην ανάλυση της νέας ευαισθησίας από τα μέσα της δεκαετίας του '50 ως τα τέλη του '60 εκκινώντας από το Έρως και Πολιτισμός και καταλήγοντας, μέσω του Μονοδιάστατου Ανθρώπου, στο Δοκίμιο για την Απελευθέρωση.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

O "Σκαντζόχοιρος" και τα σταφύλια της οργής

Ο Σκαντζόχοιρος επιμένει ότι είμαστε στην αυγή μιας καινούργιας εποχής, αναστοχάζεται για να μπορέσει να συμμετάσχει ενεργά με την κριτική του στη διαμόρφωση της πραγματικότητας.

Σ’ αυτό το δεύτερο ταξίδι του, έξι μήνες από τότε που άρχισε να περπατάει στον κόσμο των τυπωμένων σελίδων, κρατάει σταθερούς προσανατολισμούς. Η θεματολογία, η γραφή και, φυσικά, η αισθητική του περιοδικού δε με απογοήτευσαν ούτε αυτή τη δεύτερη φορά. Σε σχήμα τσέπης, ώστε να συνδυάζεται η ανάγνωση των σύντομων σημειωμάτων με τη μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, μου αρκούν τρεις με τέσσερις στάσεις του μετρό, για να διαβάσω ένα από αυτά και να το έχω για τροφή για σκέψη στις πεζές μου διαδρομές σε μια πόλη, όπου οι άνθρωποι συνθηκολογούν με την αναλλοίωτη πραγματικότητα. Κίνω σιγά σιγά από τη σχέση της επιστήμης με την κριτική προς το φάντασμα του μεσαίωνα και την πάλη ανάμεσα στο φλόγιστρο και το ζυγό. Ενώ τίποτα δε με αφήνει να ξεχάσω το προμήνυμα κινδύνου του Βάλτερ Μπένγιαμιν, ειδικά όταν αυτό έρχεται να μπει στη μάχη με υπαρξιακούς όρους.
Ξανασκέφτομαι όλες τις ταινίες που έχω δει με τον Μουρίκη κάτω από το πρίσμα που σου προσφέρει η Ασπασία Λυκουργιώτη, για να διαφωνήσω μαζί της μόνο και μόνο γιατί εντάσσει σ’ αυτή την οπτική και το Ψυχή βαθιά του Παντελή Βούλγαρη.
Κατεβαίνω στην κόλαση, για να εκστασιαστώ με την καταχθόνια χαρακτική μέθοδο του William Blake και να επιβεβαιώσω για μια ακόμα φορά ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να συνεχίσει να είναι και τεχνίτης, για να μπορέσει να αναδείξει τη διαλεκτική σχέση ύλης και πνεύματος: «ο Παράδεισος λαχταρά να δει τον εαυτό του σε υλική μορφή, ενώ ο κόσμος φιλοδοξεί να επανενωθεί με την πνευματική του ουσία» και αναρωτιέμαι αν τη φράση «Ο άνθρωπος επιστρέφοντας στην ένθεη φύση του- την οποία δόξασε ο Προμηθέας- θα αποκτήσει τη δύναμη να αντισταθεί στην παντοδυναμία του εξουσιαστικού θεού» θα μπορούσε να την έχει πει ο Λαντάουερ ή ο Μαρξ;
Όσο για το κείμενο του Thomas Pynchon για τους Λουδίτες, τα παραγνωρισμένα ιστορικά στοιχεία γι’ αυτούς και τον υποτιμημένο ρόλο τους στον ταξικό ανταγωνισμό, με κάνει να σκέφτομαι δύο σπουδαίες γυναίκες. Από την μια την Μαίρη Σέλλεϊ που με το μυθιστόρημα της Φράνκενσταϊν προειδοποιούσε για το τι μπορεί να συμβεί, εάν η τεχνολογία κι εκείνοι που την εξασκούν χάσουν τον έλεγχο. Από την άλλη την Σύλβια Φεντερίτσι, ίσως γιατί στο βιβλίο της Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα, συναντά στις γυναίκες παρόμοιες πρακτικές αντίστασης ενάντια στην απόσπαση του ελέγχου και της γνώσης πάνω στην παραγωγική δραστηριότητα από τις μηχανές, που χρησιμοποίησαν και οι Λουδίτες. Πρακτικές που εγκολπώνουν τους μύθους, τη λαϊκή φαντασία και το υπερβατικό στοιχείο ως μέσα αντίστασης.
Η τέχνη και η σχέση της με τη χειραφετητική πολιτική διαπερνάει όλο το 2ο τεύχος του Σκαντζόχοιρου, μα εκεί που αποκτάει το πιο σταθερό της έδαφος είναι στο κείμενο του Νεδελκόπουλου που πραγματεύεται την αισθητική της μεγάλης άρνησης, δηλαδή τις μετατοπίσεις της καλλιτεχνικής ριζοσπαστικότητας, από τη φόρμα στην δομή, από τις καλλιτεχνικές επαναστάσεις στα επαναστατικά κινήματα της αντι-τέχνης, στη σύμφυση της ψυχολογίας και της κριτικής πολιτικής θεωρίας. Χωρίς να αποσιωπήσει όλες τις προβληματικές που αναπτύσσονται στους κύκλους των σουρεαλιστών γύρω από την σχέση τους με το πολιτικό.
Όσο για την Μαρία Γεωργίου συνεχίζει και σ’ αυτό το τεύχος την αιρετική και άκρως ενδιαφέρουσα θεώρηση πάνω στο μαρξικό έργο, πράγμα που μου την κάνει ιδιαίτερα συμπαθή, καθώς, από την πραγμάτευση της ζώσας ελευθερίας στον Μαρξ που επιχειρεί στο πρώτο τεύχος, σ’ αυτό θέτει το ζήτημα του πράττειν, το οποίο είναι ακριβώς ο παράγοντας που αναιρεί την κριτική που γίνεται στον Μαρξ για ντετερμινισμό:
«Ο Μαρξ θεωρεί πως δεν υπάρχουν νόμοι για τα κοινωνικά φαινόμενα, επειδή αυτά εμπεριέχουν την πράξη. Το τι πράττουμε είναι αποτέλεσμα των συνθηκών αλλά και τις κριτικής τους».
«Κατά τον Μαρξ, η ελευθερία είναι μια δραστηριότητα, στην οποία ο άνθρωπος δημιουργεί τη φύση του».
Αν και η επιχειρηματολογία του Δερμεμέζη για το ρόλο του λόγου στη διαδικασία της καθυπόταξης του γυναικείου φύλου είναι στιβαρά τεκμηριωμένη, τίθεται από πλευράς μου ένα ερώτημα για το πόσο ο λόγος μπορεί να γίνει (ή έχει ήδη γίνει από τα κινήματα) εργαλείο για τη χειραφετητική διαδικασία τόσο των γυναικών, όσο και συνολικά αυτού που ο Μαρξ στο Εβραϊκό ζήτημα ονομάζει «ανθρώπινη χειραφέτηση».
Για τις αριστερές πλατωνικές παρανοήσεις, αυτές δεν πρέπει να μου προκαλούν και μεγάλη έκπληξη, αφού στην ελιτίστικη ολιγαρχία του Πλάτωνα η κρατικίστικη αριστερά μπορεί να ανακαλύψει δυο από τα συντακτικά της στοιχεία, αυτό του κράτους και αυτό της πεφωτισμένης πρωτοπορίας. Εκείνα, δηλαδή, που της επέτρεψαν να εκπέσει σε καθεστώτα ολοκληρωτισμού.
Επιστρέφοντας πάλι στο τέλος του τεύχους, πέρα από το βαθμό συμφωνίας ή διαφωνίας που μπορεί να έχω με τον Φώτη Τερζάκη πάνω στο θέμα του κράτους και κυρίως τη στάση του αντικαπιταλιστικού ελευθεριακού ρεύματος απέναντι σ’ αυτό, θα πρέπει να παραδεχτούμε την αναγκαιότητα μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής κριτικής θεωρίας για το κράτος, γιατί το να κάνουμε απλά ότι δεν υπάρχει δεν απαντάει σε κανένα από τα μεγάλα ζητήματα που γεννάει η εποχή μας. Θα τολμήσω, όμως, να τελειώσω αυτή την παρουσίαση με ένα απόσπασμα από την κριτική του Τερζάκη του χώρου που με πονάει, γιατί είναι βιωματικά επιβεβαιωμένη σε μεγάλο βαθμό:
«Δεν είναι μόνο η επιπολαιότητα, ο στείρος αντιθεωρητισμός του, αλλά και η έλλειψη στρατηγικής φαντασίας και αυτοματισμού… είναι ο αθεράπευτος ναρκισσισμός του: το ότι σε μια τόσο αβυσσαλέα ιστορική στιγμή που ζούμε κύριο μέλημα του δεν είναι το πώς θα περισωθεί η κοινωνία και πώς ο ίδιος θα ανταποκριθεί στις ανάγκες των ανθρώπων που συντρίβονται μαζικά γύρω μας, αλλά πώς θα περιφρουρήσει αυτάρεσκα την υποτιθέμενη ταυτότητά του».

Του Κ. Σβόλη
«Hit and Run»

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Σκαντζόχοιρος "Σημειώματα Κριτικής", τεύχος 2

Κυκλοφόρησε το δεύτερο τεύχος του περιοδικού "Σκαντζόχοιρος". Η συμμετοχή μου αφορά σε μια ανάλυση για τη σχέση της αισθητικής και της κοινωνικής θεωρίας στο έργο του Marcuse και θα ολοκληρωθεί με έναν κύκλο τριών κειμένων υπό τον τίτλο Herbert Marcuse: Προς την αισθητική της μεγάλης άρνησης. Στο τεύχος αυτό δημοσιεύεται το πρώτο μέρος της ανάλυσης που δίνει έμφαση στην πρόσληψη των "αρνητικών πηγών" κατά την πρώιμη εργογραφία του Marcuse και τη συνάντησή του με τον Marx, τον Freud και τους Υπερρεαλιστές στην περίοδο των μεσοπολεμικών χρόνων.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Παρουσίαση του περιοδικού "Σκαντζόχοιρος - Σημειώματα Κριτικής"

 

 Αν ο «Σκαντζόχοιρος» έχει ένα μότο, όπως διαφαίνεται στο παρθενικό του τεύχος, αυτό μπορεί να συμπτυχθεί σε δύο μόνο λέξεις: Άρνηση και Κριτική. Κι ίσως σωστά έχει γραφτεί έτσι και όχι αντίστροφα. Σίγουρα χρειάζονται διαλεύκανση αυτές οι δύο έννοιες αλλά ο εμβληματικός σκαντζόχοιρος του εξωφύλλου είναι περισσότερο παραστατικός και μας βγάζει ως έναν βαθμό από την θεωρητικολογία.
Γράφει συγκεκριμένα η Σ. Ο. για το έργο του street artist του Παρισιού από όπου είναι άλλωστε επηρεασμένη η ιδέα του «Σκαντζόχοιρου» (σελ. 4): «Στα πόδια του τεχνητού ζώου έχει φυτρώσει ένα ζωντανό κομμάτι χορταριού ή μπορεί να συμβαίνει και το αντίστροφο». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο επιβεβαιώνω τον αρχικό μου ισχυρισμό: σωστά, λοιπόν, έχει τεθεί η αλληλουχία «άρνηση και κριτική» και όχι το αντίστροφο.
Ίσως εδώ είναι πιο κατατοπιστική μια αναλογία. Θα ήταν πράγματι εξόχως επικίνδυνο να συμβαίνει το αντίστροφο, δηλαδή σε ένα απολιθωμένο κομμάτι χορταριού να ξεφυτρώσει ένα πραγματικό ζώο. Αυτό όμως δεν είναι που συμβαίνει στον δικό μας πολιτισμό; Και με τον πλέον φυσικό τρόπο αναδύεται το ερώτημα: Σε ποιον να ασκήσουμε κριτική, στο ψεύτικο χορτάρι ή στο πραγματικό ζώο; Ακριβώς αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η αληθινή ουσία της Άρνησης.
Πρέπει κατ’ επέκταση να αρνηθούμε το χορτάρι ως αυτό που είναι, δηλαδή το απολιθωμένο χορτάρι, για να έρθει το έργο της Κριτικής, δηλαδή του αναστοχασμού από και για το πραγματικό ζώο. Από αυτήν τη στιγμή οι δύο διαστάσεις είναι ένα και το αυτό, ο κόσμος που μας περιβάλλει (η αντικειμενικότητα) είναι ένα με αυτό που είμαστε (με την υποκειμενική μας φύση). Αυτό ακριβώς είναι που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα γιατί το υποκείμενο παίρνει χαρακτηριστικά αντικειμένου, δηλαδή το πραγματικό ζώο αντί να δώσει τη ζωντάνια του στον κόσμο που τον περιβάλλει, καταλήγει να παίρνει τα χαρακτηριστικά του και να ζει απολιθωμένο μέσα σε αυτόν. Η Άρνηση λοιπόν που επιβάλλεται στις μέρες μας, σύμφωνα με την αναλογία που αποπειρώμαι να αναπτύξω, ενέχει διαστάσεις επί διαστάσεων: για να αλλάξουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει οφείλουμε να αρνηθούμε ένα σύνολο εννοιών και ως εκ τούτου να αρνηθούμε και το "είναι" μας που βρίσκεται στον εσωτερικό αυτού του πυρήνα: ενδεικτικά αναφέρομαι στην άρνηση των διαβρωμένων διαπροσωπικών σχέσεων, του σεξισμού, του ρατσισμού, του ολοκληρωτισμού και των πολέμων, της ηγεμονίας και φυσικά όλων αυτών ως αυτών που πραγματικά είναι, δηλαδή ως θεσμικών παγιώσεων της ιστορίας του κοινωνικού υποκειμένου, της σύγχρονης επιστήμης και της τέχνης που συμβολίζουν τον απολιθωμένο Λόγο αλλά και τον απολιθωμένο Έρωτα, οι οποίοι παλεύουν αιώνες τώρα στον άνισο αυτόν αγώνα για τη ριζική τους επανασυμφιλίωση.          
Αυτή λοιπόν η στιγμή της διαύγασης είναι δουλειά της τέχνης αλλά και του θεωρητικού λόγου. Ποτέ το νεκρό χορτάρι δεν θα από-απολιθωθεί όσο το βλέπουμε υπό το πρίσμα της καταπατημένης αισθητικής μας διάστασης. Αλλά επιπλέον και ποτέ δεν θα μετουσιωθεί σε αυτό που επιθυμούμε να μας περιβάλλει εάν η αισθητική μας ιδιοσυγκρασία δεν επιλέξει τον δρόμο της διάνοιας που σημαίνει να πάρουν οι επιθυμίες μας μορφή, να ζήσουμε δηλαδή ως Υποκείμενα της Ιστορίας.

Εδώ υπεισέρχομαι σε τρεις σημαντικές αναφορές της Συντακτικής Ομάδας:
1.       [Ο Σκαντζόχοιρος] είναι η επείγουσα ανάγκη μας να ψηλαφίσουμε κατανοήσεις εκτός και ενάντια της κυρίαρχης ιδεολογίας, να δημιουργήσουμε ένα βήμα ελεύθερου στοχασμού και διανοητικής ανταλλαγής, να κάνουμε κριτική στη σύγχρονη επιστήμη και στους μηχανισμούς της.
2.       Αν σήμερα λοιπόν επιδιώκουμε να ανοίξουμε πανιά με πλοηγό αυτούς τους δύο αστερισμούς (δηλαδή την άρνηση και την κριτική) ξέρουμε πως πρέπει να τους αναζητήσουμε ξανά χωρίς βέβαιο χάρτη και
3.       Τι κάνουμε λοιπόν; Πρώτη προϋπόθεση είναι η άρση του διλήμματος, το ξήλωμα της αυθεντίας του νόμου, το ξεγύμνωμα του βασιλιά. Για εμάς από αυτές τις σελίδες, προϋπόθεση είναι η κριτική, ως πρώτη πράξη της Μεγάλης Άρνησης.

Κλείνω με τρεις παρατηρήσεις:
1.       Ο «Σκαντζόχοιρος» εισάγει πρώτα απ' όλα την street art στις σελίδες του. Πράγματι αυτή η τέχνη είναι αντι-εμπορευματική, εκκινεί τη φαντασία χωρίς προσχεδιασμό αλλά και χωρίς εισιτήριο, την βρίσκεις μπροστά σου εκεί που δεν την περιμένεις. Σου θυμίζει ότι η ιστορία είναι το απρόοπτο, αυτό που επί της ουσίας δεν γνωρίζω και δεν έχω καν σαφή εικόνα επ’ αυτού. Η street art είναι ο ανώνυμος καλλιτέχνης με όπλο την άρνηση μιας κατεστημένης αισθαντικότητας που σημαίνει το σπάσιμο του καθρέφτη, την άρνηση του εαυτού μας. Το ξήλωμα της αυθεντίας του νόμου για την street art είναι -σε τελική ανάλυση- και θέμα αισθητικής.
2.       Στις σελίδες του «Σκαντζόχοιρου» βέβαια κυριαρχεί η φιλοσοφική προσέγγιση χωρίς καθόλου περιθώρια νεοδογματισμού. Χωρίς σημαίες. Ο Kant, ο Hobbes, ο Marx, ο Schelling, αποτελούν μερικά από τα πρώτα του θέματα. Όλοι διαφορετικοί, όλοι ταυτόχρονα βουτηγμένοι (και χωρίς εισαγωγικά) στη ρίζα της αισθητικής και της πολιτικής φιλοσοφίας.
3.       Είναι τέλος και ζήτημα επιστημολογίας. Αυτοί που υπονόμευσαν την Κριτική σε «εργαλείο» θεωρούν θεωρία και πράξη διακριτές έννοιες, διακηρύσσουν την ουδετερότητα της επιστήμης και γι’ αυτό δεν αρνούνται ποτέ και τίποτα. Τα μέσα επομένως που λείπουν από τον στοχασμό μας είναι αυτά μιας κριτικής επιστημολογίας: Θεωρία και πράξη ως ένα και το αυτό. Έτσι ώστε η τέχνη να ξαναγίνει αισθητικότητα, η θεωρία να γίνει πράξις. Κι εδώ πράγματι μπορούμε να υποστηρίξουμε και το αντίστροφο. Να πάψει δηλαδή ο σκαντζόχοιρος να πατά και να ζει σε ένα απολιθωμένο χορτάρι. Αυτό είναι το νέο διακύβευμα. Κι αυτό ακριβώς παρατηρώ ότι γόνιμα αποπειρώνται να το πετύχουν τα Σημειώματα Κριτικής του "Σκαντζόχοιρου": να ξαναφέρουν δηλαδή στην επιφάνεια το αρνητικό υποκείμενο.

Κατά Adorno η ουσία της Διαλεκτικής δεν είναι η σύνθεση αλλά αυτή η ίδια η άρνηση. Μόνο το αρνητικό υποκείμενο μπορεί να πράξει εντός, ενάντια και πέραν του εαυτού του γιατί ακριβώς πρόκειται για ένα μη ταυτοτικό υποκείμενο (βλ. J. Holloway, Γιατί ο Adorno;, μετάφραση Γ. Περτσάς, εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, 2014). Αυτό το «εντός», το «ενάντια» και το «πέραν» είναι που δηλώνει ο «Σκαντζόχοιρος» όταν στοχεύει να ανοίξει πανιά με τους αστερισμούς της άρνησης και της κριτικής και μάλιστα χωρίς βέβαιο χάρτη. Γιατί εν κατακλείδι η ιστορία του ανθρώπου είναι ένα δημιουργικό πράττειν που ακόμα και μέσα από τις επαναλήψεις, τελικά ποτέ δεν επαναλαμβάνεται.

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

25 χρόνια χωρίς τον Νικόλα Άσιμο: Ο σουρεαλισμός των δρόμων δεν είναι πια εδώ!

Περάσανε 25 χρόνια από τον Μάρτη (τα ξημερώματα της 16ης  προς 17η Μαρτίου) του 1988 όπου ο Νικόλας άφησε την τελευταία του πνοή, στη θλιβερή «υπόγα» της Καλλιδρομίου 55. Μία ακόμα πράξη αυτοχειρίας που θα προστεθεί στις τόσες άλλες με τα ποικίλα σχόλια που συνήθως τη συνοδεύουν (δειλία, παραίτηση κλπ). Εκ των υστέρων, βέβαια, ξέρουμε ότι σ’ αυτήν την ιστορία που συνήθως αποκαλούμε «καταραμένοι ποιητές» η τελευταία παράσταση ήταν η ποιητικότερη απ’ όλες.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή… Το πώς γνώρισα το Νικόλα δεν έχει σημασία, λίγο – πολύ όπως όλοι. Με το «Φανάρι του Διογένη» όμως, έμελλε να γίνει η αρχή. Έτσι λοιπόν, από τότε όλο και άρχιζα να περιορίζω τα χαρτζιλίκι στα τσιγάρα και τα υπόλοιπα μαζεύονταν για «ανώτερο σκοπό». Κάθε Σάββατο την έστηνα στους πάγκους έξω απ’ τη Θεολογική του Α.Π.Θ., όπου άρχισα σιγά-σιγά να συγκεντρώνω το ακυκλοφόρητο υλικό. Και με τον καιρό αρχίζει να στοιχειώνει μέσα μου η ευαισθησία «δεν ξέρει ο κόσμος να ζει, κατέβα να πάμε πεζοί»[1], η πολιτική ανησυχία «ρομποτ-ανθρωπομήχανση και ξυπνο-πνευματύπνωση και χρυσωμένο χάπι… Θα είσαι με μπαταρία, να εκτελείς εργασία»[2], η υπαρξιακή αγωνία και η Μεγάλη Άρνηση κατά Μαρκούζε, δηλαδή στην περίπτωσή του ο ίδιος ο καλλιτέχνης και το ψυχ-ανεμισμένο οδοιπορικό του «γι’ αυτό στο δρόμο της ζωής τραβάς σαν άλλος Μωυσής, αλλά χωρίς να σ’ ακολουθεί κανείς».[3] Ώσπου ο ανήσυχος νέος άρχισε να παίρνει «μορφή» για να συναντήσει το 2002 στην Κοζάνη, τον αδερφό του Νικόλα, το Δημήτρη και να ‘ρθουν στα χέρια του οι λεγόμενες «Δοκιμές», τα τελευταία σχέδια του Νικόλα στην υπόγα του με μουσική υπόκρουση τη «Λαϊκή» της Καλλιδρομίου.   
Στην πορεία, ο δρόμος με έφερε στην Αθήνα, όπου συναντήθηκα με διάφορους απ’ τον κύκλο του… τους αυτοχαρακτηριζόμενους "γνώστες των αληθινών γεγονότων" απ’ τους οποίους έτυχε να ακούσω πολλά, μα μόνο από έναν ανάμεσά τους άκουσα κάτι που να μοιάζει με αλήθεια. Πέρα απ’ τη μεροληπτική λασπολογία, μέσα στην αμερόληπτη κριτική. Αυτό είναι που μπορώ να χαρακτηρίσω ως «σουρεαλισμό των δρόμων».
Σήμερα, περνώντας πια ο καιρός, όντας τώρα κι εγώ καλλιεργητής αυτού εδώ του χωραφιού, νιώθω πως τούτα εδώ τα άγονα μέρη είναι κάτι σαν το μητροπολιτικό Σαν Φρανσίσκο της δεκαετίας του ’50, στο οποίο όμως ποτέ δεν έζησα. Τυχαίνει όμως κι από ‘κει να έχω συλλέξει μερικούς απ’ τους ποιητές μου. Σήμερα, ωστόσο, δεν ζούμε ούτε στην Αμερική του ’50 ούτε στην Αθήνα του ’70. Το χωριό όμως αυτό, σφηνωμένο μες το κέντρο, κρατάει ακόμα απ’ την εποχή του Λαπαθιώτη αυτό το πνεύμα που στοιχειώνει. Είναι διαφορετική αυτή η πλατεία, λίγο άγονη γραμμή, λίγο «μαρτυρικά κατεχόμενα», μα πραγματικά πολιτική. Η πλατεία Εξαρχείων, η άγονη γη του Νικόλα, της Κατερίνας και πολλών άλλων που πολιτικοποίησαν την καθημερινή ρουτίνα… με τις κιθάρες και τα νταούλια, με τις αυτοσχέδιες παραστάσεις, με τις θυμοσοφικές εκρήξεις, με την παρανοϊκοκριτική τους -Μην πατάτε τις κάλτσες σας, είναι φριχτό αυτό που κάνετε- αν δεχτούμε στο βαθμό που αναλογεί την υπερρεαλιστική παρουσίαση του Νικόλα από τον Δ. Μπαγέρη. Όπως άλλωστε περιγράφει και ο Γ. Αλλαμανής τον Βίο και την Πολιτεία του, είναι ανοιχτό το ερώτημα πως αυτό το ιδιότυπο μείγμα σύγχρονου Διογένη και Σωκράτη μαζί, ενόχλησε πολύ και κυρίως αυτούς που δεν τον χειροκρότησαν… μα αυτός ο ανιστόρητος ακτιβιστής έτεινε να μετατρέψει την πλατεία Εξαρχείων στην αρχαία αθηναϊκή πόλη που έφαγε τον Σωκράτη και δεν ακολούθησε τον Διογένη αλλά τον Αλέξανδρο. Κάπως έτσι έφυγε και αυτός ο «άλλος Μωυσής», πιστός πάντα στη ρήση του «κάθε δέσμευση είναι ολιγωρία, άμα θες δεσμά φάε ιδεολογία».[4]
Τώρα πια, ¼ του αιώνα μετά, ξέρουμε πως δεν έφυγε μόνος, σαν τον κλέφτη. Μα πήρε μαζί και την περιουσία του. Πήρε μαζί και τον «σουρεαλισμό των δρόμων», δηλαδή τη φαντασία, την ουτοπία και το αίνιγμα που μόνο το πάντρεμα ζωής και τέχνης μπορεί να ανοίξει κι ας είναι κλειστό σε «επτασφράγιστο κιτάπι». Αν ο Βιζυηνός είπε τη μεγαλύτερη αλήθεια του στο Δρομοκαΐτειο «μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου», εκεί στην ψυχιατρική έγραψε και ο Νικόλας τη μεγαλύτερη αλήθεια, που ακόμα και στον ωμό ρεαλισμό των ημερών μας, παραμένει αυτός ο ίδιος κώδωνας κινδύνου και αφύπνισης που ήτανε και τότε:

«Στα εικονογραφήματα της ολικής φθοράς, ίσως να ζει μια ίνα μας που δεν παρατηράς».[5]      





[1] Από το τραγούδι «Δεν θέλω καρδιά μου να κλαις».
[2] Από το τραγούδι «Η μπαταρία».
[3] Από το τραγούδι «Πάλι στην Ξεφτίλα».
[4] Από το τραγούδι «Η γαλανόλευκος».
[5] Από το τραγούδι «Στην πιο σκληρή φάμπρικα».